Η πρώτη και βασικότερη αγγελία που η Εκκλησία είναι επιφορτισμένη να μεταδώσει στον κόσμο και την οποία ο κόσμος αναμένει από την Εκκλησία, είναι αυτή της αγάπης του Θεού. Αλλά για να είναι σε θέση οι αγγελιαφόροι να μεταδώσουν αυτήν τη βεβαιότητα, είναι απαραίτητο οι ίδιοι να είναι βαθιά εμποτισμένοι από αυτήν και να αποτελεί το φως της ζωής τους. Αυτόν το σκοπό θέλει να υπηρετήσει, τουλάχιστο κατά ένα ελάχιστο μέρος, η παρούσα μελέτη.
Η έκφραση «αγάπη του Θεού», επιδέχεται δύο ερμηνείες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: στη μια ο Θεός είναι αντικείμενο, στην άλλη ο Θεός είναι υποκείμενο. Η μια δηλώνει την αγάπη μας για τον Θεό, η άλλη δηλώνει την αγάπη του Θεού για μας. Ο άνθρωπος, που από τη φύση του είναι περισσότερο ενεργητικός παρά παθητικός, που αισθάνεται περισσότερο πιστωτής παρά οφειλέτης, έδωσε πάντοτε προτεραιότητα στην πρώτη ερμηνεία, σ΄αυτό που εμείς κάνουμε για τον Θεό. Ακόμα και το χριστιανικό κήρυγμα ακολούθησε αυτή την οδό, μιλώντας σε κάποιες εποχές, σχεδόν αποκλειστικά για το «καθήκον» να αγαπάμε τον Θεό («De diligendo Deo”).
Αλλά η βιβλική αποκάλυψη δίνει προτεραιότητα στην δεύτερη ερμηνεία: στην αγάπη «του» Θεού, όχι στην αγάπη «προς» τον Θεό. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως ο Θεός κινεί τον κόσμο «επειδή αγαπιέται», δηλαδή επειδή είναι αντικείμενο αγάπης και τελικός σκοπός όλων των πλασμάτων . Όμως η Βίβλος λέει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι ο Θεός δημιουργεί και κινεί τον κόσμο επειδή αγαπά τον κόσμο. Το πιο σημαντικό πράγμα, σε σχέση με την αγάπη του Θεού, δεν είναι λοιπόν ότι ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, αλλά ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και τον αγαπά «πρώτος»: «Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε» (Α! Ιω. 4,10). Από αυτό εξαρτώνται όλα τα άλλα, ακόμα και η ίδια η ικανότητά μας να αγαπάμε τον Θεό: «Εμείς αγαπάμε τον Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μας αγάπησε» (Α1 Ιω. 4,19).
1. Η αιώνια αγάπη του Θεού.
Ο Ιωάννης είναι ο άνθρωπος των μεγάλων αλμάτων. Στην ανασύνθεση της επίγειας ζωής του Χριστού, οι άλλοι σταμάτησαν στην γέννησή του από τη Μαρία, ενώ ο Ιωάννης κάνει το μεγάλο άλμα προς τα πίσω και ξεκινά από την αιωνιότητα. «Απ΄όλα πριν υπήρχε ο Λόγος». Το ίδιο κάνει και για την αγάπη. ‘Όλοι οι άλλοι, ακόμα και ο Παύλος, μίλησαν για τη αγάπη του Θεού που φανερώθηκε στην ιστορία και κορυφώθηκε στον θάνατο του Χριστού. Εκείνος ανατρέχει πέραν της ιστορίας. Δεν μας παρουσιάζει μόνο έναν Θεό που αγαπά, αλλά έναν Θεό που είναι αγάπη. «Απ’ όλα πριν υπήρχε η αγάπη, κι η αγάπη ήτανε με το Θεό, κι ήταν Θεός η Αγάπη»: έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε την διαβεβαίωσή του: «Ο Θεός είναι αγάπη» (Α! Ιω. 4,8).
Ο άγιος Αυγουστίνος, αναφερόμενος στην φράση αυτή του Ιωάννη λέει: «Σε όλη αυτή την Επιστολή και σε όλες τις σελίδες της Γραφής, αν δεν υπήρχε κανένα άλλο εγκώμιο της αγάπης εκτός από αυτήν μόνο τη φράση, ότι δηλαδή ο Θεός είναι αγάπη, δεν θα έπρεπε να ζητούμε περισσότερο» . Όλη η Βίβλος δεν κάνει άλλο παρά να «διηγείται την αγάπη του Θεού» . Αυτή είναι η είδηση που στηρίζει και εξηγεί όλες τις άλλες. Γίνονται ατέλειωτες συζητήσεις και όχι μόνο στη σημερινή εποχή, αν υπάρχει Θεός. Αλλά εγώ πιστεύω πως το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι να ξέρουμε αν υπάρχει Θεός, αλλά αν ο Θεός είναι αγάπη . Στην υπόθεση που υπάρχει αλλά δεν είναι αγάπη, θα έπρεπε περισσότερο να φοβόμαστε παρά να χαιρόμαστε για την ύπαρξή του, όπως πράγματι συνέβη σε διάφορους λαούς και πολιτισμούς. Η χριστιανική πίστη μας διαβεβαιώνει: Ο Θεός υπάρχει και είναι αγάπη!
Η αφετηρία του ταξιδιού μας είναι η αγία Τριάδα. Γιατί οι χριστιανοί πιστεύουν στην αγία Τριάδα; Η απάντηση είναι: επειδή πιστεύουν ότι ο Θεός είναι αγάπη. Εκεί όπου ο Θεός νοείται ως Ύψιστος Νόμος ή Υπέρτατη εξουσία, προφανώς δεν υπάρχει ανάγκη περισσότερων προσώπων και για το λόγο αυτό δεν γίνεται κατανοητή η Τριάδα. Το δίκαιο και την εξουσία μπορεί να τα διαχειριστεί ένα μόνο πρόσωπο, την αγάπη όμως όχι.
Δεν υπάρχει αγάπη που να μην είναι αγάπη για κάτι ή για κάποιον, όπως -σύμφωνα με τον φιλόσοφο Husserl – δεν υπάρχει γνώση, που να μην είναι γνώση κάποιου πράγματος. Ποιον αγαπά ο Θεός για να έχει οριστεί αγάπη; Την ανθρωπότητα; Αλλά οι άνθρωποι υπάρχουν μόνο από μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πριν από τους ανθρώπους, ποιον αγαπούσε ο Θεός για να έχει οριστεί αγάπη; Δεν μπορεί να έχει αρχίσει να είναι αγάπη σε κάποιο σημείο του χρόνου, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να αλλάξει την υπόστασή του. Αγαπούσε τον κόσμο; Αλλά ο κόσμος υπάρχει από κάποια δισεκατομμύρια χρόνια. Πριν από αυτόν, ποιον αγαπούσε ο Θεός για να είναι δυνατό να οριστεί αγάπη; Τον εαυτό του; Αλλά το να αγαπάς τον εαυτό σου, δεν είναι αγάπη, είναι εγωισμός ή όπως λένε οι ψυχολόγοι ναρκισσισμός.
Και ιδού η απάντηση της χριστιανικής αποκάλυψης την οποία η Εκκλησία παρέλαβε από τον Χριστό και ανέπτυξε στο πιστεύω της. Ο Θεός ο Ίδιος είναι αγάπη πριν από τον χρόνο, επειδή από πάντοτε έχει μέσα του έναν Υιό, τον Λόγο, που αγαπά με μιαν άπειρη αγάπη που είναι το Άγιο Πνεύμα. Σε κάθε αγάπη υπάρχουν πάντοτε τρεις πραγματικότητες ή υποκείμενα: ένας που αγαπά, ένας που αγαπιέται, και η αγάπη που τους ενώνει.
2. Η αγάπη του Θεού στην δημιουργία
Όταν αυτή η αγάπη ξεδιπλώνεται στο χρόνο, έχουμε την ιστορία της σωτηρίας. Ο πρώτος σταθμός της είναι η δημιουργία. Η αγάπη από τη φύση της είναι “diffusivum sui”(διαχυτική), έχει δηλαδή την τάση να μεταδίδεται. Και επειδή «η πράξη ακολουθεί το είναι», ο Θεός όντας αγάπη, δημιουργεί από αγάπη. «Γιατί μας έπλασε ο Θεός;»: ήταν η δεύτερη ερώτηση της παλιάς κατήχησης. Και η απάντηση: «Για να τον γνωρίσουμε, να τον αγαπάμε, να τον υπηρετούμε σε αυτή την ζωή και να τον απολαύσουμε κατόπιν στον παράδεισο». Απάντηση σωστή, αλλά ατελής. Απαντά στο ερώτημα: «για ποιο τελικό σκοπό μας έπλασε ο Θεός». Δεν απαντά στην αιτία που προκάλεσε την πλάση μας: «Γιατί μας έπλασε, τι τον ώθησε να μας πλάσει». Στο ερώτημα αυτό δεν πρέπει να απαντήσουμε: «για να τον αγαπάμε», αλλά μας έπλασε «επειδή μας αγαπούσε».
Πόσο απέχει, στο σημείο αυτό, η χριστιανική θεώρηση της προέλευσης του κόσμου από εκείνη του άθεου επιστημονισμού! ‘Ένας από τους πιο βαθείς πόνους για έναν νέο ή νέα, είναι να ανακαλύψει μια μέρα ότι ήρθε στον κόσμο τυχαία, ότι δεν ήταν επιθυμητός και αναμενόμενος, και ότι ίσως γεννήθηκε από κάποιο λάθος των γονιών του. Ο άθεος επιστημονισμός φαίνεται ότι έχει επιστρατευτεί για να επιβάλλει μιας τέτοιας μορφής πόνου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κανένας δε θα μπορούσε να μας πείσει για το γεγονός ότι είμαστε πλασμένοι από αγάπη, καλύτερα από την αγία Αικατερίνη της Σιένας μέσα από μια φλογερή προσευχή προς την αγία Τριάδα:
«Πώς έπλασες, λοιπόν, αιώνιε Πατέρα, αυτό το πλάσμα σου; (…). Η φωτιά σε υποχρέωσε. Ω άφατη αγάπη, αν και μέσα στο δικό σου φως έβλεπες όλες τις ανομίες που το πλάσμα σου θα διέπραττε ενάντια στην άπειρη καλοσύνη σου, εσύ προσποιόσουν πως δεν βλέπεις, αλλά το βλέμμα σου στάθηκε στο κάλλος του πλάσματός σου, το οποίο, ως τρελός και συνεπαρμένος, ερωτεύτηκες και από αγάπη απέσπασες από σένα δίνοντάς του την εικόνα και την ομοίωσή σου. Εσύ, αιώνια αλήθεια, φανέρωσες σ’ εμέ την αλήθειά σου, δηλαδή ότι η αγάπη σε υποχρέωσε να την πλάσεις.»
Τούτο δεν είναι μόνο αγάπη, αγάπη ευσπλαχνίας, δωρεάς και συγκατάβασης, είναι επίσης έρωτας στη καθαρή του μορφή. Είναι έλξη για το αντικείμενο της αγάπης, εκτίμηση και γοητεία για το κάλλος του.
3. Η αγάπη του Θεού στην αποκάλυψη
Ο δεύτερος σταθμός της αγάπης του Θεού είναι η αποκάλυψη, η Γραφή. Ο Θεός μας μιλά για την αγάπη του πριν απόλα στους προφήτες. Στον Ωσηέ λέει: «Όταν ο Ισραήλ ήταν παιδί, τον αγάπησα (…). Εγώ δίδαξα τον Εφραΐμ να περπατάει, τον κράτησα στην αγκαλιά μου (…). Προσεκτικά τους οδηγούσα, δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης. Τους φρόντιζα σαν το γεωργό, που βγάζει το ζυγό απ’ τη γελάδα του, για να μπορεί ελεύθερα να φάει, κι ακόμα ο ίδιος σκύβει για να την ταΐσει (…). Πώς θα μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω, Εφραΐμ; (…) Ραγίζει η καρδιά μου όταν το σκέφτομαι, πονώ για σας» (Ωσηέ 11,1-9).
Την ίδια αυτή γλώσσα την βρίσκουμε ξανά στον Ησαΐα: «Μπορεί τάχα η μάνα το βρέφος της να λησμονήσει, και να μη δείξει την αγάπη της στο σπλάχνο της που γέννησε;» (Ης.49,15) και στον Ιερεμία: «Ο Εφραΐμ είναι ο πολυαγαπημένος μου γιος, τα χαϊδεμένο μου παιδί. Κάθε φορά που τον τιμωρώ εξακολουθώ να τον σκέφτομαι. Γι’ αυτό η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά γι’ αυτόν. Πάντα θα τον σπλαχνίζομαι.» (Ιερ. 31,20).
Στους χρησμούς αυτούς, η αγάπη του Θεού εκφράζεται ταυτόχρονα ως πατρική και μητρική: αγάπη φροντίδας, παρότρυνσης, επίπληξης, όπως αυτή κάθε πατέρα. Αγάπη σπλαχνική, τρυφερή, καλοσύνης και συμπόνιας, όπως αυτή κάθε μητέρας.
Ο άνθρωπος γνωρίζει εκ πείρας ένα άλλο είδος αγάπης, αυτό για το οποίο λέγεται ότι είναι «δυνατό όπως ο θάνατος και ότι οι φλόγες του είναι φλόγες φωτιάς» και ο Θεός προσέτρεξε ακόμα και σ’ αυτό το είδος αγάπης, στη Βίβλο, για να μας δώσει μια ιδέα για την γεμάτη πάθος αγάπη του για μας. Όλα τα στάδια και οι περιπέτειες της συζυγικής αγάπης ανακαλούνται στη μνήμη και χρησιμοποιούνται προς τον σκοπό αυτόν: η γοητεία της αγάπης στο αρχικό στάδιο των αρραβώνων (βλ. Ιερ. 2,2), η πληρότητα της χαράς την ημέρα των γάμων (βλ. Ης. 62,5), το δράμια της ρήξης (βλ. Ωσηέ 2,4..) και τέλος η γεμάτη ελπίδα αναγέννηση, του παλαιού δεσμού (βλ. Ωσηέ 2,16. Ης. 54,8).
Η γαμήλια αγάπη είναι βασικά μια αγάπη επιθυμίας και επιλογής. Γι’ αυτό, αν είναι αληθές πως ο άνθρωπος επιθυμεί τον Θεό, είναι αληθές, μυστηριωδώς, και το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Θεός επιθυμεί τον άνθρωπο, θέλει και εκτιμά την αγάπη του, χαίρεται γι΄αυτήν «όπως χαίρεται ο γαμπρός για τη νύφη» (Ης. 62,5).
Καθώς επισημαίνει. ο άγιος Πατέρας στην Εγκύκλιό του «Ο Θεός είναι αγάπη», η γαμήλια μεταφορά που διαπερνά σχεδόν όλη την Βίβλο και εμπνέει την φρασεολογία της «Διαθήκης», είναι η καλύτερη επιβεβαίωση ότι και η αγάπη του Θεού είναι έρωτας και αγάπη, είναι δίνω και αναζητώ μαζί. Η αγάπη αυτή δεν μπορεί να αναχθεί σε απλή φιλευσπλαχνία, σε «προφορά ελεημοσύνης», υπό την περιορισμένη έννοια του όρου.
4. Η αγάπη του Θεού στην ενσάρκωση
Έτσι φθάνουμε στον κορυφαίο σταθμό της αγάπης του Θεού, την ενσάρκωση. «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε γι’ αυτόν τον μονογενή του Υιό» (Ιω. 3,16). Εμπρός στην ενσάρκωση τίθεται το ίδιο ερώτημα που θέσαμε για την δημιουργία. Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος; Επί μεγάλο διάστημα η απάντηση ήταν: για να μας λυτρώσει από την αμαρτία. Ο Duns Scoto εμβάθυνε στην απάντηση αυτή καταλήγοντας ότι το θεμελιώδες κίνητρο της ενσάρκωσης είναι η αγάπη, όπως άλλωστε και όλα τα άλλα έργα προς τα έξω της αγίας Τριάδας.
Ο Θεός, λέει ο Scoto, καταρχήν αγαπά τον εαυτό του. Κατά δεύτερο λόγο, θέλει να υπάρχουν άλλα όντα που να τον αγαπούν. Αν αποφασίζει για την ενσάρκωση είναι για να υπάρξει ένα άλλο ον που να τον αγαπά με την πιο μεγάλη δυνατή αγάπη έξω από Αυτόν . Η ενσάρκωση λοιπόν θα είχε συμβεί ακόμη και αν ο Αδάμ δεν είχε αμαρτήσει. Ο Χριστός είναι ο πρώτος τον οποίον σκέφτηκε, ο πρώτος το οποίον θέλησε ο Θεός, «ο πρωτότοκος όλης της κτίσεως» (Κολ. 1,15), όχι η λύση του προβλήματος που ανέκυψε με την αμαρτία του Αδάμ.
Αλλά και η απάντηση του Scoto είναι ημιτελής και πρέπει να συμπληρωθεί στη βάση αυτών που μας λέει η Γραφή για την αγάπη του Θεού. Ο Θεός θέλησε την ενσάρκωση του Υιού, όχι μόνο για να έχει κάποιον έξω από Αυτόν ο οποίος να τον αγαπά αντάξια, αλλά επίσης και πάνω απόλα για να έχει κάποιον έξω από Αυτόν τον οποίον να αγαπά αντάξια. Και αυτός είναι ο Υιός που έγινε άνθρωπος, στον οποίον ο Πατέρας «βρίσκει όλη την ευαρέσκειά του» και με τον οποίον όλοι εμείς γίναμε «παιδιά του Θεού».
Ο Χριστός είναι η ύψιστη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο όχι μόνο με την αντικειμενική έννοια, υπό μορφή άψυχου ενέχυρου που δίνεται σε κάποιον, ως απόδειξη αγάπης. Είναι απόδειξη και με την υποκειμενική έννοια. Με άλλα λόγια, ο Χριστός δεν είναι μόνο η απόδειξη της αγάπης του Θεού, αλλά είναι η ίδια η αγάπη του Θεού που πήρε την ανθρώπινη μορφή για να μπορεί να αγαπά και να αγαπιέται μέσα από την κατάστασή μας. Στην αρχή υπήρχε η αγάπη και «η αγάπη έγινε άνθρωπος»: έτσι παραφράζει τα λόγια του Προλόγου του Ιωάννη, ένα αρχαιότατο χριστιανικό έγγραφο .
Ο άγιος Παύλος επινόησε μια ειδική έκφραση γι’ αυτό τον νέο τρόπο αγάπης του Θεού, την ονομάζει: «η αγάπη του Θεού που είναι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 8,39). Αν η αγάπη μας για τον Θεό, πρέπει στο εξής να εκφράζεται συγκεκριμένα σε αγάπη για τον Χριστό, είναι γιατί η αγάπη του Θεού για μας εκφράστηκε και συγκεντρώθηκε πρώτα στον Χριστό.
5. Η ξεχυθείσα στις καρδιές αγάπη του Θεού
Η απροθυμία πολλών εξηγητών και θεολόγων να δεχτούν τον «εξιλεωτικό» χαρακτήρα του θανάτου του Χριστού, και μάλιστα να δεχτούν τον ίδιο τον θάνατο του Ιησού ως συμβάν που θέλησε ο Πατέρας και δέχτηκε ελεύθερα και για πάντοτε ο Υιός (ο Άγιος Πατέρας μιλά εκτενώς γι’ αυτό στο νέο του βιβλίο περί του Ιησού) εξαρτάται, πιστεύω, από το γεγονός ότι ξεκινούν από κάθε δυνατή και νοητή «προκατανόηση», εκτός από την μοναδική που μας προσφέρει η Γραφή, δηλαδή ότι ο Θεός είναι αγάπη και όλα όσα κάνει –συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής του θανάτου του Υιού – είναι αγάπη.
«Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμ. 8,32): όπως στην ιστορία της θυσίας του Ισαάκ από την οποία πάρθηκε ( Γεν. 22,16), αυτή η φράση δεν θέλει να πει: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε από τη δικαιοσύνη του ούτε τον Υιό». Θέλει να πει: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά έκανε τη μεγάλη θυσία να τον παραδώσει στον θάνατο για χάρη όλων μας». Αν αυτό δεν είναι αγάπη…
Όμως η ιστορία της αγάπης του Θεού δεν τερματίζει με το Πάσχα. Προεκτείνεται στην Πεντηκοστή που καθιστά παρούσα και ενεργό «την αγάπη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού» ως το τέλος του κόσμου. «Μείνετε πιστοί στην αγάπη μου» (Ιω. 15,9), είχε πει ο Ιησούς και ο Ιωάννης προσθέτει: «Μας έδωσε το Πνεύμα του. Έτσι είμαστε βέβαιοι πως είμαστε σε κοινωνία με το Θεό και ο Θεός σε κοινωνία μ’ εμάς» (Α! Ιω. 4,13). Δεν είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε μόνο με την ανάμνηση τη αγάπης του Θεού, ως κάτι που ανήκει στο παρελθόν. «Η αγάπη του Θεού γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε» (Ρωμ. 5,5).
Τι είναι αυτή η αγάπη που γέμισε την καρδιά μας στο Βάπτισμα; Είναι ένα συναίσθημα του Θεού για μας; Μια καλοσυνάτη διάθεση απέναντί μας; Μια προδιάθεση; Κάτι δηλαδή που σκοπεύει κάπου; Είναι περισσότερο. Είναι κάτι πραγματικό. Είναι κυριολεκτικά η αγάπη του Θεού, δηλαδή η αγάπη που βιώνεται στην Τριάδα ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, η οποία με την ενσάρκωση πήρε ανθρώπινη μορφή και τώρα μοιράζεται μ’ εμάς υπό την μορφή της «κατοίκησης». «Ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του» (Ιω. 14,23).
Εμείς γινόμαστε «μέτοχοι της θείας φύσεως» (Β! Πε. 1,4), δηλαδή μέτοχοι της αγάπης του Θεού. Βρεθήκαμε από χάρη, εξηγεί ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, μέσα στη δίνη της αγάπης που από πάντοτε βιώνεται, στην Τριάδα, μεταξύ του Πατέρα και του Υιού . Καλύτερα ακόμα: μέσα στη δίνη της αγάπης που βιώνεται, τώρα, στον ουρανό, μεταξύ του Πατέρα και του Υιού, του αναστημένου απ΄τους νεκρούς Ιησού Χριστού, του οποίου είμαστε τα μέλη.
6. Εμείς πιστέψαμε στην αγάπη του Θεού
Ιδού, σεβαστοί πατέρες, αδελφοί και αδελφές, αυτό που φτωχικά περιέγραψα, είναι η αντικειμενική αποκάλυψη της αγάπης του Θεού μέσα στην ιστορία. Τι θα κάνουμε, τι θα πούμε αφού ακούσαμε πόσο ο Θεός μας αγαπά; Μια πρώτη απάντηση είναι: να αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο τον Θεό. Αυτό δεν είναι η πρώτη και η μεγαλύτερη εντολή; Ναι, αλλά αυτή έρχεται μετά. Άλλη πιθανή απάντηση: να αγαπάμε ο ένας τον άλλο όπως ο Θεός μας αγάπησε! Ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν λέει πως, αν ο Θεός μας αγάπησε, «οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο» (Α! Ιω. 4,11); Ναι, αλλά και αυτό, έρχεται μετά. Πρώτα, υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να κάνουμε: να πιστέψουμε στην αγάπη του Θεού! Αφού είπε ότι «ο Θεός είναι αγάπη» ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφωνεί: «Εμείς πιστέψαμε στην αγάπη που ο Θεός έχει για μας» (Α! Ιω. 4,16).
Η πίστη λοιπόν. Αλλά εδώ πρόκειται για μια ειδική πίστη: την πίστη-κατάπληξη, την πίστη-δύσπιστη (παράδοξο, αλλά αληθινό!), την πίστη που δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό που πιστεύει, έστω και αν το πιστεύει. Πως είναι δυνατό ο Θεός, απόλυτα ευτυχισμένος μέσα στην αιώνια μακαριότητά του, να θέλησε όχι μόνο να μας πλάσει, αλλά και να έρθει ο ίδιος αυτοπροσώπως να υποφέρει ανάμεσά μας; Πώς τούτο είναι δυνατό; Ιδού, αυτή είναι η πίστη-κατάπληξη, η πίστη που χαρίζει ευτυχία.
Ο μεγάλος μετεστραμμένος και απολογητής της πίστης Clive Staples Lewis ( ο συγγραφέας του αφηγηματικού κύκλου της Narnia, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στις οθόνες), έγραψε ένα μοναδικό μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Οι Επιστολές των Berlicche». Είναι επιστολές που ένας γηραιός διάβολος γράφει σε ένα νεαρό και άπειρο διαβολάκο που έχει στρατευτεί πάνω στη γη για να παραπλανήσει ένα νεαρό Λονδρέζο που μόλις έχει αρχίσει να ζει την χριστιανική πίστη. Σκοπό έχει να τον εκπαιδεύσει στις κινήσεις που πρέπει να κάνει προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Είναι μια μοντέρνα, λεπτότατη πραγματεία ηθικής και ασκητικής, που θα πρέπει να διαβαστεί από την ανάποδη, δηλαδή κάνοντας ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποδεικνύεται.
Σε κάποιο σημείο παρακολουθούμε ένα είδος συζήτησης που διεξάγεται μεταξύ των δαιμόνων. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι ο Εχθρός (έτσι ονομάζουν τον Θεό) αγαπά πραγματικά «τα ανθρώπινα σκουλήκια και επιθυμεί την ελευθερία τους». Είναι βέβαιοι πως αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Σίγουρα αυτό είναι μια απάτη, ένα τέχνασμα. Ερευνούμε, λένε, από την ημέρα που ο «Πατέρας μας» (έτσι ονομάζουν τον Εωσφόρο), ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, απομακρύνθηκε από Αυτόν. Ακόμα δεν ανακαλύψαμε τίποτε, αλλά κάποια μέρα θα τα καταφέρουμε . Η αγάπη του Θεού για τα πλάσματά του, είναι γι’ αυτούς το μυστήριο των μυστηρίων. Και πιστεύω πως, τουλάχιστο σε αυτό, οι δαίμονες έχουν δίκιο.
Θα νόμιζε κανένας ότι η πίστη είναι εύκολη και ευχάριστη. Ωστόσο ίσως είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει και για μας τα ανθρώπινα πλάσματα. Πιστεύουμε πραγματικά ότι ο Θεός μας αγαπά; Όχι πως δεν πιστεύουμε αληθινά, ή τουλάχιστο ότι δεν πιστεύουμε αρκετά! Αλλά ότι αν πιστεύαμε, ξαφνικά η ζωή, εμείς οι ίδιοι, τα πράγματα, τα γεγονότα, ο ίδιος ο πόνος, τα πάντα, θα μεταμορφώνονταν εμπρός στα μάτια μας. Την ίδια τη σημερινή ημέρα θα ήμασταν μαζί του στον παράδεισο, διότι ο παράδεισος δεν είναι παρά τούτο: να απολαμβάνουμε πλήρως την αγάπη του Θεού.
Ο κόσμος κατέστησε όλο και πιο δύσκολο να πιστεύεις στην αγάπη. Όποιος προδόθηκε ή πληγώθηκε μια φορά, φοβάται να αγαπήσει ή να αγαπηθεί, διότι γνωρίζει πόσο πόνο προκαλεί να βρεθείς απατημένος. Έτσι, αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός αυτών που δεν κατορθώνουν να πιστέψουν στην αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και σε κάποια αγάπη. Η δυσπιστία και ο κυνισμός είναι το χαρακτηριστικό σημάδι της εκκοσμικευμένης κουλτούρας μας. Σε προσωπικό επίπεδο υπάρχει κατόπιν η εμπειρία της φτώχειας και της μιζέριας που μας κάνει να λέμε: «Ναι, αυτή η αγάπη του Θεού είναι ωραία, αλλά δεν είναι για μένα. Εγώ δεν είμαι άξιος γι’ αυτήν…».
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ξέρουν ότι ο Θεός τους αγαπά και κανένας δεν είναι σε καλύτερη θέση από τους μαθητές του Χριστού για να τους δώσει αυτή την καλή είδηση. Υπάρχουν διάφοροι άλλοι στον κόσμο που συμμερίζονται μαζί με τους χριτιανούς τον φόβο του Θεού, την μέριμνα για την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό του ανθρώπου, για την ειρήνη και την ανοχή. Αλλά κανένας – λέω κανένας – μεταξύ των φιλοσόφων, ακόμα μεταξύ των θρησκειών δεν λέει στον άνθρωπο ότι ο Θεός τον αγαπά, ότι τον αγαπά πρώτα Εκείνος, και μάλιστα με αγάπη ευσπλαχνίας και επιθυμίας: με έρωτα και αγάπη.
Ο Άγιος Παύλος μας υποδεικνύει μια μέθοδο για να εφαρμόσουμε στην συγκεκριμένη ύπαρξή μας το φως της αγάπης του Θεού: Γράφει: «Τι, λοιπόν, μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος; Εμείς όμως βγαίνουμε νικητές μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού, ο οποίος μας αγάπησε» (Ρωμ. 8,35’37). Οι κίνδυνοι και οι εχθροί της αγάπης του Θεού που απαριθμεί είναι αυτοί που, στην πράξη δοκίμασε στη ζωή του: οι στενοχώριες, οι διωγμοί, ο μαρτυρικός θάνατος… ( Βλ. Β! Κορ. 11,23 …). Ο Παύλος φέρνει στο νου του τα βάσανα αυτά και διαπιστώνει ότι κανένα από αυτά δεν είναι τόσο δυνατό ώστε να μπορεί να σταθεί μπροστά στη σκέψη της αγάπης του Θεού.
Καλούμαστε να κάνουμε όπως εκείνος: να κοιτάξουμε τη ζωή μας, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται, να φέρουμε στην επιφάνεια τους φόβους που φωλιάζουν μέσα μας, τις στενοχώριες, τις απειλές, τα συμπλέγματα, τα φυσικά ή ηθικά ελαττώματα, την οδυνηρή ανάμνηση που μας ταπεινώνει και να εκθέσουμε όλα αυτά στο φως της σκέψης ότι ο Θεός με αγαπά.
Από την προσωπική του ζωή, ο Απόστολος διευρύνει την ματιά του στον κόσμο που τον περιβάλλει. “Είμαι πραγματικά βέβαιος πως ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας” (Ρωμ. 8,37-39). Παρατηρεί τον κόσμο “του” με τις δυνάμεις που τον καθιστούσαν απειλητικό: τον θάνατο με το μυστήριό του, την παρούσα ζωή με τα θέλγητρά της, τις αστρικές και καταχθόνιες δυνάμεις που προκαλούσαν τόσο τρόμο στους ανθρώπους της εποχής του.
Εμείς μπορούμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα: να κοιτάξουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει και μας προκαλεί φόβο. Το «ύψος» και τα «βάθος», είναι για μας τώρα το απείρως μεγάλο σε ύψος και το απείρως μικρό σε βάθος, η οικουμένη και το άτομο. Όλα είναι έτοιμα να μας συντρίψουν. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος και μόνος, μέσα σε ένα σύμπαν τόσο μεγαλύτερο από αυτόν, που έγινε επιπλέον ακόμα πιο απειλητικό, μετά τις επιστημονικές ανακαλύψεις που έκανε και τις οποίες δεν κατορθώνει να ελέγξει, όπως δραματικά μας αποδεικνύει η υπόθεση των ατομικών αντιδραστήρων της Φουκουσίμα.
Όλα μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, όλες οι βεβαιότητες μπορούν να κλονιστούν, αλλά ποτέ αυτή: ότι ο Θεός μας αγαπά και είναι πιο δυνατός από τα πάντα. «Η βοήθειά μας είναι στο όνομα του Κυρίου που έπλασε τον ουρανό και τη γη».
Π. Raniero Cantalamessa OFMCap
Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης
Παραπομπές
Aristotele, Metafisica, XII, 7, 1072b.
S. Agostino, Trattati sulla Prima lettera di Giovanni, 7, 4.
S. Agostino, De catechizandis rudibus, I, 8, 4: PL 40, 319.
Cf. S. Kierkegaard, Discorsi edificanti in diverso spirito, 3: Il Vangelo delle sofferenze, IV.
Duns Scoto, Opus Oxoniense, I,d.17, q.3, n.31; Rep., II, d.27, q. un., n.3
Evangelium veritatis (dai Codici di Nag-Hammadi).
Cf. Benedetto XVI, Gesù di Nazaret, II Parte, Libreria Editrice Vaticana 2011, pp. 135 s.
Cf. S. Giovanni della Croce, Cantico spirituale A, strofa 38.
C.S. Lewis, The Screwtape Letters, 1942, cap. XIX; trad. ital. Le lettere di Berlicche, Milano, Mondadori, 1998
Πέμπτη 28 Απριλίου 2011
Σάββατο 23 Απριλίου 2011
Η οικογένεια: σημερινές εξελίξεις και εκκλησιαστική διάκριση
Οι γρήγορες μεταβολές που σημειώθηκαν και σημειώνονται ακόμη στη συζυγική και οικογενειακή ζωή, μας υποχρεώνουν σε περίσκεψη και στοχασμό. Οι νομικές μεταβολές των τελευταίων πενήντα χρόνων εισήγαγαν περισσότερη ελαστικότητα και ελευθερία αλλά και ισότητα μέσα στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Διαπιστώνουμε ότι ο συζυγικός δεσμός έχει γίνει εύθραυστος. Ότι στο κοινωνικό τοπίο έχουν επιβληθεί νέα συγγενικά και οικογενειακά σχήματα. Ο σημερινός κόσμος δίνει προτεραιότητα στα υποκειμενικά αιτήματα και όχι στην αντικειμενικότητα του θεσμού. Η έκκληση για μια κοινωνική ή φυσική τάξη που θα προσπαθούσε να επιβληθεί στις ατομικές ελευθερίες φαίνεται να μη γίνεται αποδεκτή από πολλούς. Η αναφορά στη διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας, καθώς επίσης, σε μικρότερο βαθμό, στη διαφορά μεταξύ γενεών, θεωρείται ότι υποκρύπτει δομές κυριαρχίας μέσα στην οικογένεια και μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και η σκέψη της διαφοράς έχει γίνει προβληματική.
Εμπρός σε αυτή την εξέλιξη, τουλάχιστο στον Δυτικό κόσμο, η Εκκλησία δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί μια παλιά κοινωνική τάξη. Αλλ’ούτε επιχειρεί να προσαρμοστεί σε όλες τις καινοτομίες, για να «είναι σύγχρονη» και να αρέσει στον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Θέλει να είναι ο πιστός μάρτυρας της Καλής Είδησης του Ιησού Χριστού Σωτήρα, και ειδικά της Καλής Είδησης στο ζήτημα του γάμου και της οικογένειας. Η Εκκλησία ακούει τον Λόγο του Θεού. Προσπαθεί να ακούσει αυτό που ο Θεός λέει μέσα από τις αναζητήσεις και τις εξελίξεις της εποχής της. Προσπαθεί να αναγνωρίσει αυτό που η Β! Σύνοδος στο Βατικανό ονόμασε τα «σημεία των καιρών». Κάνει επίσης μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι καλό μέσα σε αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή αυτό που είναι αντάξιο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της κλήσης του στην αληθινή αγάπη και αυτό που είναι αντίθετο. Προτείνοντας αυτή τη διάκριση και εξηγώντας την δημοσίως, η Εκκλησία θέλει να βρίσκεται στην υπηρεσία του κοινού αγαθού της κοινωνίας. Δεν φοβάται να είναι σε κάποια ζητήματα σημείο αντιλεγόμενο.
Πολύ συχνά, μέσα στη Βίβλο και μέσα στα Ντοκουμέντα της Παράδοσης, δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις στα νέα ζητήματα που ανακύπτουν. Θα πρέπει τότε να ανατρέξουμε στις αρχές της διάκρισης, στη θεώρηση του ανθρώπου που περιέχει η Βιβλική ιστορία, και στις αξίες που απορρέουν από αυτήν ( οι οποίες άλλωστε συμπίπτουν με αυτά που πολλοί σοφοί άνθρωποι προαισθάνθηκαν). Το φως που ακτινοβολεί στο πρόσωπο του Χριστού φεγγοβολεί μέσα στην καρδιά κάθε ανθρώπου.
Θα επισημάνω τέσσερα βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κατάσταση του γάμου και της οικογένειας. Το καθένα από αυτά οδηγεί την Εκκλησία να εμβαθύνει και να αναπτύξει τη διδασκαλία της για το γάμο.
1) Το πρώτο είναι ο αδιαμφισβήτητος θρίαμβος του γάμου από αγάπη. Δεν είναι η στιγμή να παρουσιάσουμε την ιστορία του γάμου από αγάπη. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι είναι πολιτιστικά και ιστορικά καταγεγραμμένος. Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε ότι δεν υπήρχε αγάπη στους γάμους που τακτοποιούνταν μεταξύ οικογενειών. Αλλά το χαρακτηριστικό του σημερινού γάμου είναι ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την προσωπική επιλογή των μελλονύμφων. Ασφαλώς η επιλογή αυτή επηρεάζεται από διάφορα κίνητρα και επιδράσεις, και ούτε απουσιάζει η λογική. Αλλά η ερωτική έλξη κατέχει την πρώτη θέση. Εξάλλου διαπιστώνουμε σήμερα μια επιστροφή του έρωτα ενάντια στο γάμο. Το διαζύγιο αιτιολογείται από την έλλειψη αγάπης. Και πολλά ζευγάρια αρνούνται τον θεσμό του γάμου επικαλούμενοι την ελευθερία του έρωτα και τον ιδιωτικό του χαρακτήρα.
Ο θρίαμβος του γάμου από αγάπη οδηγεί την Εκκλησία να διασαφηνίσει τη θέση της αγάπης μέσα στον θεσμό και το μυστήριο του γάμου. Η αγάπη είναι η καρδιά και η κορυφή της βιβλικής Αποκάλυψης. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως Αγάπη. Η εντολή που ο Χριστός έδωσε στους μαθητές του είναι να αγαπά ο ένας τον άλλο. Αλλά τι σημαίνει να αγαπώ; Για την χριστιανική πίστη, ανακαλύπτουμε τι σημαίνει αγαπώ εν αληθεία μελετώντας το πρόσωπο και τη ζωή του Χριστού. Ο Θεός φανερώνει την αγάπη του με μια αμετάκλητη και απείρως γόνιμη συμφωνία (Διαθήκη), με την ανθρωπότητα που επισφραγίζει στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωθέντος Λόγου και στην ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας.
Να θέσουμε την αγάπη στο κέντρο του γάμου, από χριστιανική άποψη, σημαίνει να εννοήσουμε τον γάμο ως συμφωνία και ως αμοιβαία δωρεά των προσώπων. Ο γάμος είναι μια συμφωνία μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο όρος «συμφωνία» θα πρέπει να εκληφθεί στηn πιο δυνατή του έννοια. Λέει περισσότερα από τον όρο «συμφωνία». Μια συμφωνία είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από ένα συνεταιρισμό που μπορεί να διαλυθεί με την πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου μέρους ή των δύο, μέσω αποζημιώσεων. Δεν περιορίζεται σε μια ένωση συμφερόντων ή μια ανταλλαγή παροχών. Είναι η ένωση δυο προσώπων που δεσμεύονται μεταξύ τους και μοιράζονται από κοινού τη ζωή τους. Βασίζεται σε μια ανταλλαγή λόγων, συνάπτεται μέσα στη σάρκα, εγγράφεται μέσα στην κοινωνία, θεμελιώνει μια κοινή ιστορία.
Η αγάπη, της οποίας ο Χριστός είναι η πηγή και το πρότυπο, είναι δωρεά. Η συζυγική αγάπη ενσωματώνει το συναίσθημα και την επιθυμία, αλλά δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Το θέμα αυτό της δωρεάς πρέπει να κατανοηθεί καλά. Η αγάπη είναι πριν απόλα και παραμένει ένα δόσιμο στον άλλο, που τον βλέπουμε ως αυτόν ή αυτήν που μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες μας. Αλλά είναι ταυτόχρονα μια δέσμευση προς τον άλλο, του οποίου θέλουμε την ευτυχία και του οποίου αναζητούμε το καλό. Η αγάπη ξεπερνά και περιλαμβάνει τις απαιτήσεις της απλής δικαιοσύνης. Για να το πούμε διαφορετικά, αγαπώ τον άλλο σημαίνει είμαι δίκαιος απέναντί του. Ενώ αντίθετα, δεν σεβόμαστε την αξιοπρέπειά του άλλου όταν τον μεταχειριζόμαστε ως μέσον, είτε για την απόλαυσή μας ή είτε για να αποκτήσουμε ένα παιδί, ή να μπούμε σε μια κοινωνική κατάσταση ή για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Μια ανθρώπινη προσωπικότητα ζητάει να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί ως μοναδική. Η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη δέσμευση είναι ένα αίτημα εσωτερικό της συζυγικής αγάπης. Οι ιδιότητες του γάμου, ενότητα και αδιάλυτο, το καλό των συζύγων, βρίσκουν μέσα στην έτσι εννοούμενη αγάπη το θεμέλιό τους και νόημά τους.
Η χριστιανική θεολογία, μελετώντας το μυστήριο της αγίας Τριάδας, βεβαιώνει ότι ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, ολοκληρώνεται μέσα από μια ζωή σε κοινωνία αγάπης. Ο άνθρωπος τείνει στη σχέση. Η αγάπη που ο Θεός μεταδίδει είναι μια χάρη κοινωνίας. Ο γάμος και η οικογένεια είναι, στην επίγεια κατάσταση, η πρωταρχική έκφραση – αλλά όχι η μόνη – της κοινωνίας των ανθρώπων. Ο Ιωάννης Παύλος 2ος, ανέπτυξε επανειλημμένα το θέμα αυτό κατά την αρχιερατεία του.
Προσθέτω, πάντοτε στο πρώτο αυτό σημείο (ο γάμος από αγάπη), ότι ή έννοια της συμφωνίας, μας προφυλάσσει από μια θεώρηση αποκλειστικά ρομαντική της αγάπης: τα πρόσωπα της συμφωνίας παραμένουν πρόσωπα ξεχωριστά. Οι δυο θεμελιώδεις διαφορές, αυτή του φύλου και αυτή των γενεών, διαρθρώνουν την οικογενειακή κοινότητα. Από την άλλη μεριά, η οικογένεια δεν συγκροτεί μια κλειστή ομάδα. Είναι ενταγμένη μέσα στην κοινωνία. Τα παιδιά, όταν ενηλικιωθούν, εγκαταλείπουν τους γονείς τους. Οι δεσμοί δεν χάνονται, αλλά μεταμορφώνονται. Τελικά, η συζυγική συμφωνία θεμελιώνει μια κοινή ιστορία των συζύγων. Μερικές φορές είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει κρίσεις, να ξεπεράσει πληγές. Η συγχώρηση την ανανεώνει. Η κοινωνία των προσώπων δεν είναι ένα γεγονός δεδομένο. Είναι μάλλον μια προοπτική και μια πορεία. Μπορεί να συμβεί να καταλήξει σε αποτυχία. Καμιά φορά, η συζυγική αγάπη μοιάζει νεκρή, η συνέχιση της κοινής ζωής φαίνεται αδύνατη. Η βιβλική ιστορία της Διαθήκης (συμφωνίας), που διέρχεται από τον Σταυρό και κορυφώνεται το πρωί του Πάσχα, είναι για όλους πηγή ελπίδας.
2. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η εξέλιξη της κατάστασης της γυναίκας. Είναι ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Η ιεραρχική θεώρηση της οικογένειας και της κοινωνίας παραχώρησε τη θέση της σε μια θεώρηση ισότητας και δημοκρατικότητας. Η πατρική εξουσία την οποία ο κώδικας του Ναπολέοντα απέδιδε στον σύζυγο, αρχηγό της οικογένειας, έδωσε τη θέση από το 1970, στην εξουσία και των δύο μαζί γονέων. Ας πούμε αμέσως ότι η κοινωνική αυτή εξέλιξη είναι σύμφωνη με την ισότιμη αξιοπρέπεια του άνδρα και της γυναίκας. Μπορούμε μάλιστα να προσθέσουμε ότι προσφέρει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες ώστε ο γάμος να βιώνεται ως μια συμφωνία μεταξύ δυο ίσων και διαφορετικών προσώπων. Υπό τον όρο ωστόσο, ο άνδρας και η γυναίκα να μη θεωρούν τον εαυτό τους άτομα ζηλότυπα της ανεξαρτησίας τους που επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον, αλλά να εγκολπώνονται τη λογική της αγάπης, της δέσμευσης και της δωρεάς.
Η διαφορά άνδρα και γυναίκας είναι αξεπέραστη, αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Περιλαμβάνει ένα παράγοντα προσωπικό. Αναμφισβήτητα εμπεριέχει μια σταθερά πολιτιστική. Αλλά είναι επίσης αντικειμενικά θεμελιωμένη. Μέσα στα σώματα που δεν επιτρέπουν να την περιορίσουμε ούτε στην βιολογία ούτε στην κουλτούρα. Η διαφορά του φύλου δεν είναι μια διαφορά ανάμεσα στις άλλες. Είναι συστατικό της ανθρώπινης φύσης μας. Σύμφωνα με τη Βίβλο, ανήκει στην πρωταρχική καλοσύνη του Δημιουργού. Δεν είναι μια δυστυχία που οφείλουμε να υπερπηδήσουμε, αλλά μια χάρη που πρέπει να βιώσουμε εν αληθεία.
Ο γάμος θα έπρεπε να είναι ο χώρος όπου η διαφορά άνδρα/γυναίκας, να γίνεται δεκτή και να βιώνεται με πλήρη αλήθεια, μέσα στη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ο χώρος όπου αγγίζει την υψίστη της γονιμότητα (που δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά). Πάντοτε σύμφωνα με τη Βίβλο, η σχέση μεταξύ των συζύγων, προσκρούει σε δυο εστίες αμαρτίας: τη θέληση να κυριαρχούμε πάνω στον άλλο και τον άπληστο πόθο που ανάγει τον άλλο στο επίπεδο του αντικειμένου (βλ. Γεν. 3,16β). Η κατανόηση της καρδιάς και η ηθική συνείδηση γνωρίζουν τους δρόμους για να υπερπηδήσουν αυτές τις εγωιστικές τάσεις. Η χάρη του Θεού εξαγνίζει το πνεύμα μας και στηρίζει τις προσπάθειές μας.
3. Το τρίτο σημείο που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι η εξέλιξη, καμιά φορά η ανατροπή, των ηθικών σημείων αναφοράς σε θέματα σεξουαλικά. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο υπάρχει απόσταση μεταξύ των Δυτικών κοινωνιών και της Εκκλησίας είναι αυτό της σεξουαλικής ηθικής!
Η διδασκαλία της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, όπως και στην βιοϊατρική ηθική, θεμελιώνεται πάνω στην ακόλουθη αρχή, που είναι επίσης και μια σταθερά υπαρξιακή: ότι αγγίζει το σώμα , αγγίζει το ίδιο το πρόσωπο. Με τη διάκρισή της η Εκκλησία μας προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από τον πειρασμό να θεωρούμε το σώμα ως ένα όργανο στην ελεύθερη διάθεσή μας και ως κάτι μακρινό από το υποκείμενο. Το σώμα του άνδρα η της γυναίκας, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον βιολογικό οργανισμό που δεν εκφράζει ούτε δεσμεύει το πρόσωπο. Ασφαλώς, το πρόσωπο, ως ον πνευματικό, δεν συμπίπτει με το σώμα του. Αλλά, δεν είναι λιγότερο «σώμα και ψυχή αληθινά ένα», καθώς βεβαιώνει η Β! Σύνοδος στο Βατικανό. Για τον χριστιανισμό, θρησκεία της ενσάρκωσης, το σώμα είναι ο τόπος όπου συνάπτεται, όπου σφραγίζεται, η Διαθήκη. Εμπρός στους διαχωρισμούς που πολλαπλασιάζονται και δικαιολογούνται από κάποια έννοια της ελευθερίας, η Εκκλησία προτείνει μιαν αντίληψη ενοποιημένη, ολοκληρωμένη, των διαφόρων διαστάσεων της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, καθώς επίσης και των διαφόρων συνιστωσών της πατρότητας και της μητρότητας, υπό το πρωτείο της αγάπης. Δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να απορρίψουμε την επιθυμία και την απόλαυση, αλλά να δείξουμε ότι η αγάπη, ως συμφωνία και δωρεά, τους προσδίδει το πλήρες ανθρώπινο νόημα και την ηθική τους αξία.
4. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης κατάστασης είναι ο έλεγχος της γονιμότητας που επιτεύχθηκε χάρη στις προόδους της βιολογίας. Είναι ένα μεγάλο και μη αναστρέψιμο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας, του οποίου δεν έχουμε ακόμη υπολογίσει όλες τις συνέπειες. Όπως όλοι οι έλεγχοι, συνεπιφέρει μια ευθύνη και θέτει ένα ηθικό ερώτημα: τι επιτρέπετε να κάνουμε με τις δυνάμεις που διαθέτουμε; Η απάντηση εξαρτάται από το νόημα που αναγνωρίζουμε στην ανθρώπινη τεκνοποίηση. Αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αναπαραγωγή των ζώων, έστω και αν οι βιολογικές διαδικασίες είναι παρόμοιες. Έχει δικές της σημασίες και αξίες. Σωστό είναι το παιδί να είναι επιθυμητό, αλλά δεν είναι σαφές, αν αυτό αποτελεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της επιθυμίας για απόκτηση παιδιού. Το παιδί ζητάει πριν απόλα να γίνει δεκτό για τον ίδιο τον εαυτό του.
Π.χ., (διακινδυνεύω να θίξω ένα ζήτημα της επικαιρότητας), δεν φαίνεται σωστό, η αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης των εμβρύων της γονιμοποίησης στο σωλήνα, να εξαρτάται από την ύπαρξη ή την εγκατάλειψη ενός γονεϊκού σχεδίου.
Οι αξίες που διακυβεύονται εδώ είναι η αναγνώριση της θεμελιώδους καλοσύνης κάθε ανθρώπινης ζωής και η υπηρεσία της ζωής. Δεν βρισκόμαστε άραγε εδώ εμπρός στο προοδευτικό πέρασμα της τεκνοποίησης υπό τον έλεγχο της τεχνικής; Αυτή υπακούει στη δική της λογική, απολύτως νόμιμη στον τομέα της παραγωγής αγαθών, αλλά την οποία αισθανόμαστε καλά πως δεν θα πρέπει να την εφαρμόσουμε στην τεκνοποίηση. Το παιδί είναι άξιο να συλληφθεί μέσα στην οικειότητα μιας πράξης αγάπης ταυτόχρονα εξόχως προσωπικής και σωματικής. Θα πρέπει να το υποδεχτούμε ως ένα πρόσωπο ολοκληρωμένο, πολύ εύθραυστο, που επαφίεται στην ευθύνη των γονέων του.
Η Εκκλησία είναι ο θεματοφύλακας της Καλής Είδησης. Έχει κληθεί να είναι μάρτυρας στον κόσμο της αγάπης του Θεού που φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού και μεταδόθηκε μέσω Αυτού. Το μυστήριο του γάμου και της οικογένειας είναι ένα σημείο αυτής της αγάπης. Η αγάπη αυτή είναι μεγάλη. Ενώνει το ανθρώπινο και το θείο. Είναι απαιτητική. Είναι στο ύψος της ανθρώπινης προσωπικότητας και της κλήσης της.
Πατέρας Jacques de Longeaux
Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης
Εμπρός σε αυτή την εξέλιξη, τουλάχιστο στον Δυτικό κόσμο, η Εκκλησία δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί μια παλιά κοινωνική τάξη. Αλλ’ούτε επιχειρεί να προσαρμοστεί σε όλες τις καινοτομίες, για να «είναι σύγχρονη» και να αρέσει στον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Θέλει να είναι ο πιστός μάρτυρας της Καλής Είδησης του Ιησού Χριστού Σωτήρα, και ειδικά της Καλής Είδησης στο ζήτημα του γάμου και της οικογένειας. Η Εκκλησία ακούει τον Λόγο του Θεού. Προσπαθεί να ακούσει αυτό που ο Θεός λέει μέσα από τις αναζητήσεις και τις εξελίξεις της εποχής της. Προσπαθεί να αναγνωρίσει αυτό που η Β! Σύνοδος στο Βατικανό ονόμασε τα «σημεία των καιρών». Κάνει επίσης μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι καλό μέσα σε αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή αυτό που είναι αντάξιο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της κλήσης του στην αληθινή αγάπη και αυτό που είναι αντίθετο. Προτείνοντας αυτή τη διάκριση και εξηγώντας την δημοσίως, η Εκκλησία θέλει να βρίσκεται στην υπηρεσία του κοινού αγαθού της κοινωνίας. Δεν φοβάται να είναι σε κάποια ζητήματα σημείο αντιλεγόμενο.
Πολύ συχνά, μέσα στη Βίβλο και μέσα στα Ντοκουμέντα της Παράδοσης, δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις στα νέα ζητήματα που ανακύπτουν. Θα πρέπει τότε να ανατρέξουμε στις αρχές της διάκρισης, στη θεώρηση του ανθρώπου που περιέχει η Βιβλική ιστορία, και στις αξίες που απορρέουν από αυτήν ( οι οποίες άλλωστε συμπίπτουν με αυτά που πολλοί σοφοί άνθρωποι προαισθάνθηκαν). Το φως που ακτινοβολεί στο πρόσωπο του Χριστού φεγγοβολεί μέσα στην καρδιά κάθε ανθρώπου.
Θα επισημάνω τέσσερα βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κατάσταση του γάμου και της οικογένειας. Το καθένα από αυτά οδηγεί την Εκκλησία να εμβαθύνει και να αναπτύξει τη διδασκαλία της για το γάμο.
1) Το πρώτο είναι ο αδιαμφισβήτητος θρίαμβος του γάμου από αγάπη. Δεν είναι η στιγμή να παρουσιάσουμε την ιστορία του γάμου από αγάπη. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι είναι πολιτιστικά και ιστορικά καταγεγραμμένος. Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε ότι δεν υπήρχε αγάπη στους γάμους που τακτοποιούνταν μεταξύ οικογενειών. Αλλά το χαρακτηριστικό του σημερινού γάμου είναι ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την προσωπική επιλογή των μελλονύμφων. Ασφαλώς η επιλογή αυτή επηρεάζεται από διάφορα κίνητρα και επιδράσεις, και ούτε απουσιάζει η λογική. Αλλά η ερωτική έλξη κατέχει την πρώτη θέση. Εξάλλου διαπιστώνουμε σήμερα μια επιστροφή του έρωτα ενάντια στο γάμο. Το διαζύγιο αιτιολογείται από την έλλειψη αγάπης. Και πολλά ζευγάρια αρνούνται τον θεσμό του γάμου επικαλούμενοι την ελευθερία του έρωτα και τον ιδιωτικό του χαρακτήρα.
Ο θρίαμβος του γάμου από αγάπη οδηγεί την Εκκλησία να διασαφηνίσει τη θέση της αγάπης μέσα στον θεσμό και το μυστήριο του γάμου. Η αγάπη είναι η καρδιά και η κορυφή της βιβλικής Αποκάλυψης. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως Αγάπη. Η εντολή που ο Χριστός έδωσε στους μαθητές του είναι να αγαπά ο ένας τον άλλο. Αλλά τι σημαίνει να αγαπώ; Για την χριστιανική πίστη, ανακαλύπτουμε τι σημαίνει αγαπώ εν αληθεία μελετώντας το πρόσωπο και τη ζωή του Χριστού. Ο Θεός φανερώνει την αγάπη του με μια αμετάκλητη και απείρως γόνιμη συμφωνία (Διαθήκη), με την ανθρωπότητα που επισφραγίζει στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωθέντος Λόγου και στην ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας.
Να θέσουμε την αγάπη στο κέντρο του γάμου, από χριστιανική άποψη, σημαίνει να εννοήσουμε τον γάμο ως συμφωνία και ως αμοιβαία δωρεά των προσώπων. Ο γάμος είναι μια συμφωνία μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο όρος «συμφωνία» θα πρέπει να εκληφθεί στηn πιο δυνατή του έννοια. Λέει περισσότερα από τον όρο «συμφωνία». Μια συμφωνία είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από ένα συνεταιρισμό που μπορεί να διαλυθεί με την πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου μέρους ή των δύο, μέσω αποζημιώσεων. Δεν περιορίζεται σε μια ένωση συμφερόντων ή μια ανταλλαγή παροχών. Είναι η ένωση δυο προσώπων που δεσμεύονται μεταξύ τους και μοιράζονται από κοινού τη ζωή τους. Βασίζεται σε μια ανταλλαγή λόγων, συνάπτεται μέσα στη σάρκα, εγγράφεται μέσα στην κοινωνία, θεμελιώνει μια κοινή ιστορία.
Η αγάπη, της οποίας ο Χριστός είναι η πηγή και το πρότυπο, είναι δωρεά. Η συζυγική αγάπη ενσωματώνει το συναίσθημα και την επιθυμία, αλλά δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Το θέμα αυτό της δωρεάς πρέπει να κατανοηθεί καλά. Η αγάπη είναι πριν απόλα και παραμένει ένα δόσιμο στον άλλο, που τον βλέπουμε ως αυτόν ή αυτήν που μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες μας. Αλλά είναι ταυτόχρονα μια δέσμευση προς τον άλλο, του οποίου θέλουμε την ευτυχία και του οποίου αναζητούμε το καλό. Η αγάπη ξεπερνά και περιλαμβάνει τις απαιτήσεις της απλής δικαιοσύνης. Για να το πούμε διαφορετικά, αγαπώ τον άλλο σημαίνει είμαι δίκαιος απέναντί του. Ενώ αντίθετα, δεν σεβόμαστε την αξιοπρέπειά του άλλου όταν τον μεταχειριζόμαστε ως μέσον, είτε για την απόλαυσή μας ή είτε για να αποκτήσουμε ένα παιδί, ή να μπούμε σε μια κοινωνική κατάσταση ή για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Μια ανθρώπινη προσωπικότητα ζητάει να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί ως μοναδική. Η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη δέσμευση είναι ένα αίτημα εσωτερικό της συζυγικής αγάπης. Οι ιδιότητες του γάμου, ενότητα και αδιάλυτο, το καλό των συζύγων, βρίσκουν μέσα στην έτσι εννοούμενη αγάπη το θεμέλιό τους και νόημά τους.
Η χριστιανική θεολογία, μελετώντας το μυστήριο της αγίας Τριάδας, βεβαιώνει ότι ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, ολοκληρώνεται μέσα από μια ζωή σε κοινωνία αγάπης. Ο άνθρωπος τείνει στη σχέση. Η αγάπη που ο Θεός μεταδίδει είναι μια χάρη κοινωνίας. Ο γάμος και η οικογένεια είναι, στην επίγεια κατάσταση, η πρωταρχική έκφραση – αλλά όχι η μόνη – της κοινωνίας των ανθρώπων. Ο Ιωάννης Παύλος 2ος, ανέπτυξε επανειλημμένα το θέμα αυτό κατά την αρχιερατεία του.
Προσθέτω, πάντοτε στο πρώτο αυτό σημείο (ο γάμος από αγάπη), ότι ή έννοια της συμφωνίας, μας προφυλάσσει από μια θεώρηση αποκλειστικά ρομαντική της αγάπης: τα πρόσωπα της συμφωνίας παραμένουν πρόσωπα ξεχωριστά. Οι δυο θεμελιώδεις διαφορές, αυτή του φύλου και αυτή των γενεών, διαρθρώνουν την οικογενειακή κοινότητα. Από την άλλη μεριά, η οικογένεια δεν συγκροτεί μια κλειστή ομάδα. Είναι ενταγμένη μέσα στην κοινωνία. Τα παιδιά, όταν ενηλικιωθούν, εγκαταλείπουν τους γονείς τους. Οι δεσμοί δεν χάνονται, αλλά μεταμορφώνονται. Τελικά, η συζυγική συμφωνία θεμελιώνει μια κοινή ιστορία των συζύγων. Μερικές φορές είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει κρίσεις, να ξεπεράσει πληγές. Η συγχώρηση την ανανεώνει. Η κοινωνία των προσώπων δεν είναι ένα γεγονός δεδομένο. Είναι μάλλον μια προοπτική και μια πορεία. Μπορεί να συμβεί να καταλήξει σε αποτυχία. Καμιά φορά, η συζυγική αγάπη μοιάζει νεκρή, η συνέχιση της κοινής ζωής φαίνεται αδύνατη. Η βιβλική ιστορία της Διαθήκης (συμφωνίας), που διέρχεται από τον Σταυρό και κορυφώνεται το πρωί του Πάσχα, είναι για όλους πηγή ελπίδας.
2. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η εξέλιξη της κατάστασης της γυναίκας. Είναι ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Η ιεραρχική θεώρηση της οικογένειας και της κοινωνίας παραχώρησε τη θέση της σε μια θεώρηση ισότητας και δημοκρατικότητας. Η πατρική εξουσία την οποία ο κώδικας του Ναπολέοντα απέδιδε στον σύζυγο, αρχηγό της οικογένειας, έδωσε τη θέση από το 1970, στην εξουσία και των δύο μαζί γονέων. Ας πούμε αμέσως ότι η κοινωνική αυτή εξέλιξη είναι σύμφωνη με την ισότιμη αξιοπρέπεια του άνδρα και της γυναίκας. Μπορούμε μάλιστα να προσθέσουμε ότι προσφέρει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες ώστε ο γάμος να βιώνεται ως μια συμφωνία μεταξύ δυο ίσων και διαφορετικών προσώπων. Υπό τον όρο ωστόσο, ο άνδρας και η γυναίκα να μη θεωρούν τον εαυτό τους άτομα ζηλότυπα της ανεξαρτησίας τους που επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον, αλλά να εγκολπώνονται τη λογική της αγάπης, της δέσμευσης και της δωρεάς.
Η διαφορά άνδρα και γυναίκας είναι αξεπέραστη, αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Περιλαμβάνει ένα παράγοντα προσωπικό. Αναμφισβήτητα εμπεριέχει μια σταθερά πολιτιστική. Αλλά είναι επίσης αντικειμενικά θεμελιωμένη. Μέσα στα σώματα που δεν επιτρέπουν να την περιορίσουμε ούτε στην βιολογία ούτε στην κουλτούρα. Η διαφορά του φύλου δεν είναι μια διαφορά ανάμεσα στις άλλες. Είναι συστατικό της ανθρώπινης φύσης μας. Σύμφωνα με τη Βίβλο, ανήκει στην πρωταρχική καλοσύνη του Δημιουργού. Δεν είναι μια δυστυχία που οφείλουμε να υπερπηδήσουμε, αλλά μια χάρη που πρέπει να βιώσουμε εν αληθεία.
Ο γάμος θα έπρεπε να είναι ο χώρος όπου η διαφορά άνδρα/γυναίκας, να γίνεται δεκτή και να βιώνεται με πλήρη αλήθεια, μέσα στη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ο χώρος όπου αγγίζει την υψίστη της γονιμότητα (που δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά). Πάντοτε σύμφωνα με τη Βίβλο, η σχέση μεταξύ των συζύγων, προσκρούει σε δυο εστίες αμαρτίας: τη θέληση να κυριαρχούμε πάνω στον άλλο και τον άπληστο πόθο που ανάγει τον άλλο στο επίπεδο του αντικειμένου (βλ. Γεν. 3,16β). Η κατανόηση της καρδιάς και η ηθική συνείδηση γνωρίζουν τους δρόμους για να υπερπηδήσουν αυτές τις εγωιστικές τάσεις. Η χάρη του Θεού εξαγνίζει το πνεύμα μας και στηρίζει τις προσπάθειές μας.
3. Το τρίτο σημείο που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι η εξέλιξη, καμιά φορά η ανατροπή, των ηθικών σημείων αναφοράς σε θέματα σεξουαλικά. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο υπάρχει απόσταση μεταξύ των Δυτικών κοινωνιών και της Εκκλησίας είναι αυτό της σεξουαλικής ηθικής!
Η διδασκαλία της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, όπως και στην βιοϊατρική ηθική, θεμελιώνεται πάνω στην ακόλουθη αρχή, που είναι επίσης και μια σταθερά υπαρξιακή: ότι αγγίζει το σώμα , αγγίζει το ίδιο το πρόσωπο. Με τη διάκρισή της η Εκκλησία μας προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από τον πειρασμό να θεωρούμε το σώμα ως ένα όργανο στην ελεύθερη διάθεσή μας και ως κάτι μακρινό από το υποκείμενο. Το σώμα του άνδρα η της γυναίκας, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον βιολογικό οργανισμό που δεν εκφράζει ούτε δεσμεύει το πρόσωπο. Ασφαλώς, το πρόσωπο, ως ον πνευματικό, δεν συμπίπτει με το σώμα του. Αλλά, δεν είναι λιγότερο «σώμα και ψυχή αληθινά ένα», καθώς βεβαιώνει η Β! Σύνοδος στο Βατικανό. Για τον χριστιανισμό, θρησκεία της ενσάρκωσης, το σώμα είναι ο τόπος όπου συνάπτεται, όπου σφραγίζεται, η Διαθήκη. Εμπρός στους διαχωρισμούς που πολλαπλασιάζονται και δικαιολογούνται από κάποια έννοια της ελευθερίας, η Εκκλησία προτείνει μιαν αντίληψη ενοποιημένη, ολοκληρωμένη, των διαφόρων διαστάσεων της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, καθώς επίσης και των διαφόρων συνιστωσών της πατρότητας και της μητρότητας, υπό το πρωτείο της αγάπης. Δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να απορρίψουμε την επιθυμία και την απόλαυση, αλλά να δείξουμε ότι η αγάπη, ως συμφωνία και δωρεά, τους προσδίδει το πλήρες ανθρώπινο νόημα και την ηθική τους αξία.
4. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης κατάστασης είναι ο έλεγχος της γονιμότητας που επιτεύχθηκε χάρη στις προόδους της βιολογίας. Είναι ένα μεγάλο και μη αναστρέψιμο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας, του οποίου δεν έχουμε ακόμη υπολογίσει όλες τις συνέπειες. Όπως όλοι οι έλεγχοι, συνεπιφέρει μια ευθύνη και θέτει ένα ηθικό ερώτημα: τι επιτρέπετε να κάνουμε με τις δυνάμεις που διαθέτουμε; Η απάντηση εξαρτάται από το νόημα που αναγνωρίζουμε στην ανθρώπινη τεκνοποίηση. Αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αναπαραγωγή των ζώων, έστω και αν οι βιολογικές διαδικασίες είναι παρόμοιες. Έχει δικές της σημασίες και αξίες. Σωστό είναι το παιδί να είναι επιθυμητό, αλλά δεν είναι σαφές, αν αυτό αποτελεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της επιθυμίας για απόκτηση παιδιού. Το παιδί ζητάει πριν απόλα να γίνει δεκτό για τον ίδιο τον εαυτό του.
Π.χ., (διακινδυνεύω να θίξω ένα ζήτημα της επικαιρότητας), δεν φαίνεται σωστό, η αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης των εμβρύων της γονιμοποίησης στο σωλήνα, να εξαρτάται από την ύπαρξη ή την εγκατάλειψη ενός γονεϊκού σχεδίου.
Οι αξίες που διακυβεύονται εδώ είναι η αναγνώριση της θεμελιώδους καλοσύνης κάθε ανθρώπινης ζωής και η υπηρεσία της ζωής. Δεν βρισκόμαστε άραγε εδώ εμπρός στο προοδευτικό πέρασμα της τεκνοποίησης υπό τον έλεγχο της τεχνικής; Αυτή υπακούει στη δική της λογική, απολύτως νόμιμη στον τομέα της παραγωγής αγαθών, αλλά την οποία αισθανόμαστε καλά πως δεν θα πρέπει να την εφαρμόσουμε στην τεκνοποίηση. Το παιδί είναι άξιο να συλληφθεί μέσα στην οικειότητα μιας πράξης αγάπης ταυτόχρονα εξόχως προσωπικής και σωματικής. Θα πρέπει να το υποδεχτούμε ως ένα πρόσωπο ολοκληρωμένο, πολύ εύθραυστο, που επαφίεται στην ευθύνη των γονέων του.
Η Εκκλησία είναι ο θεματοφύλακας της Καλής Είδησης. Έχει κληθεί να είναι μάρτυρας στον κόσμο της αγάπης του Θεού που φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού και μεταδόθηκε μέσω Αυτού. Το μυστήριο του γάμου και της οικογένειας είναι ένα σημείο αυτής της αγάπης. Η αγάπη αυτή είναι μεγάλη. Ενώνει το ανθρώπινο και το θείο. Είναι απαιτητική. Είναι στο ύψος της ανθρώπινης προσωπικότητας και της κλήσης της.
Πατέρας Jacques de Longeaux
Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης
Οι δυο όψεις της γνήσιας αγάπης: ο έρωτας και η αγάπη
Η παρακάτω μελέτη εύχομαι να είναι μια μικρή συμβολή στον εκ νέου ευαγγελισμό του εκκοσμικευμένου Δυτικού κόσμου που αυτή τη στιγμή αποτελεί και την κυριότερη έγνοια όλης της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του αγίου Πατέρα Βενέδικτου 16ου.
Ένας τομέας τον οποίο η εκκοσμίκευση επηρεάζει ευρύτατα και ολέθρια, είναι ο τομέας της αγάπης. Η εκκοσμίκευση της αγάπης συνίσταται στην απόσπαση της ανθρώπινης αγάπης, σε όλες τις μορφές της, από τον Θεό, ανάγοντάς την σε κάτι το εντελώς «κοσμικό», όπου ο Θεός δεν έχει καμιά θέση και μάλιστα είναι εμπόδιο.
Αλλά το θέμα της αγάπης δεν είναι σημαντικό αποκλειστικά για τον ευαγγελισμό, δηλαδή στη σχέση με τον κόσμο. Είναι σημαντικό επίσης και πριν απόλα, για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, για την αγιοσύνη των μελών της. Σε αυτή την προοπτική τοποθετείται και η εγκύκλιος «ο Θεός είναι αγάπη» του αγίου Πατέρα Βενέδικτου 16ου, στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς στους παρακάτω στοχασμούς.
Η αγάπη υποφέρει από ένα ολέθριο διαχωρισμό όχι μόνο στην νοοτροπία του εκκοσμικευμένου κόσμου. Αλλά και, στην απέναντι πλευρά, ανάμεσα στους πιστούς και ιδιαίτερα ανάμεσα στα αφιερωμένα πρόσωπα. Απλοποιώντας στο μέγιστο βαθμό, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την κατάσταση ως εξής: βρίσκουμε στον κόσμο ένα έρωτα χωρίς αγάπη, ενώ ανάμεσα στους πιστούς βρίσκουμε συχνά μια αγάπη χωρίς έρωτα.
Ο έρωτας χωρίς αγάπη, είναι μια αγάπη ρομαντική, και συχνά τόσο παθιασμένη που μπορεί να φθάσει μέχρι τη βία. Μια αγάπη κτητική που μοιραία ανάγει τον άλλο αντικείμενο της ηδονής του αγνοώντας κάθε διάσταση θυσίας, πιστότητας, και δωρεάς του εαυτού. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στην περιγραφή αυτής της αγάπης αφού είναι μια καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε κάτω από τα μάτια μας και η οποία προβάλλεται διαρκώς υπό μορφή σφυροκοπημάτων μέσα από τα μυθιστορήματα, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές, το διαδίκτυο, τα λεγόμενα «ροζ» περιοδικά. Είναι αυτό που στην κοινή διάλεκτο, τώρα πια ο κόσμος εννοεί με τον όρο «έρωτα».
Είναι πιο χρήσιμο για μας να καταλάβουμε τι σημαίνει αγάπη χωρίς έρωτα. Στη μουσική υπάρχει μια διάκριση που μπορεί να μας βοηθήσει να πάρουμε μια ιδέα: η διάκριση μεταξύ της «θερμής» και της «ψυχρής» τζαζ μουσικής. Κάπου έχω διαβάσει αυτό τον χαρακτηρισμό των δυο ειδών, έστω και αν δεν είναι ο μοναδικός. Η «θερμή» τζαζ είναι γεμάτη από πάθος, φλόγα, εκφραστικότητα, οίστρο, συναισθήματα και επομένως από πενιές και αυτοσχεδιασμούς πρωτότυπους. Η «ψυχρή» τζαζ, είναι αυτή που προκύπτει όταν περνάμε στον επαγγελματισμό. Τα συναισθήματα επαναλαμβάνονται, ο οίστρος αντικαθίσταται από την τεχνική, ο αυθορμητισμός από την δεξιοτεχνία, λειτουργούμε περισσότερο με τον εγκέφαλο παρά με την καρδιά.
Αποδεχόμενοι αυτή τη διάκριση, η αγάπη χωρίς έρωτα μας φαίνεται «μια αγάπη ψυχρή», μια αγάπη «επιδερμική», που επιβάλλεται περισσότερο από τη θέληση παρά από τη διάθεση της καρδιάς. Μια αγάπη που ακολουθεί ένα προκαθορισμένο μοντέλο αντί να δημιουργεί το δικό της ανεπανάληπτο μοντέλο, όπως είναι ανεπανάληπτο ενώπιον του Θεού κάθε ανθρώπινο ον. Οι πράξεις αγάπης που απευθύνονται στον Θεό μοιάζουν, σε αυτή την περίπτωση, με αυτές ορισμένων στερημένων ερωτευμένων που γράφουν ερωτικές επιστολές στην αγαπημένη, τις οποίες αντιγράφουν από κάποιο «οδηγό παρόμοιων τυποποιημένων επιστολών».
Αν ο κοσμικός έρωτας είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή, η θρησκευτική αγάπη που εφαρμόζεται δι’αυτού του τρόπου, είναι μια ψυχή χωρίς σώμα. Το ανθρώπινο ον δεν είναι ένας άγγελος, δηλαδή καθαρό πνεύμα, είναι ψυχή και σώμα ενωμένα ουσιαστικά. Όλα όσα κάνει, συμπεριλαμβανομένης της αγάπης, πρέπει να αντανακλούν αυτή τη δομή του. Αν τα στοιχεία που είναι συνδεδεμένα με το συναίσθημα και την καρδιά απωθούνται ή καταστέλλονται συστηματικά, το αποτέλεσμα θα είναι διττό: ή προχωρούμε βαριεστημένα μπροστά, από αίσθηση του καθήκοντος και για να διαφυλάξουμε την εικόνα μας, είτε καταφεύγουμε σε αντισταθμίσματα λίγο ως πολύ νόμιμα, μέχρι τις οδυνηρότατες περιπτώσεις που γνωρίζουμε πολύ καλά. Στο βάθος πολλών ηθικών παρεκτροπών αφιερωμένων προσώπων, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της αγάπης.
Έχουμε λοιπόν ένα διπλό κίνητρο και μια διπλή επείγουσα ανάγκη να ανακαλύψουμε εκ νέου την αγάπη στην πρωταρχική της ενότητα. Η αληθινή και ολοκληρωμένη αγάπη, είναι ένα μαργαριτάρι που περικλείεται μέσα σε δυο δικλείδες: τον έρωτα και την αγάπη. Οι δυο αυτές διαστάσεις της αγάπης δεν μπορούν να χωριστούν χωρίς να την καταστρέψουμε, όπως δεν μπορούν να χωριστούν μεταξύ τους το υδρογόνο και το οξυγόνο χωρίς να στερηθούμε το νερό.
2. Η θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο ειδών αγάπης (του έρωτα και της αγάπης).
Η πιο σημαντική συμφιλίωση μεταξύ των δυο διαστάσεων της αγάπης είναι αυτή που αναφέρεται στην πρακτική που εφαρμόζεται στη ζωή των προσώπων, αλλά ακριβώς για να καταστεί αυτή δυνατή, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να συμφιλιώνουμε μεταξύ τους τον έρωτα και την αγάπη και στο θεωρητικό επίπεδο της διδασκαλίας. Τούτο θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε επιτέλους τι σημαίνουν οι τόσο χρησιμοποιημένοι και παρεξηγημένοι δυο αυτοί όροι.
Η σπουδαιότητα του ζητήματος γεννιέται από το γεγονός ότι υπάρχει ένα έργο που κατέστησε γνωστότατη σε όλο τον χριστιανικό κόσμο την αντίθετη θέση, αυτή δηλαδή του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο μορφών αγάπης. Πρόκειται για το βιβλίο του Λουθηρανού Σουηδού θεολόγου Anders Nygren, υπό τον τίτλο «Έρωτας και Αγάπη». Μπορούμε να συνοψίσουμε τη σκέψη του με αυτά τα λόγια: Ο Έρωτας και η Αγάπη, ορίζουν δυο αντίθετες κατευθύνσεις: ο πρώτος, άνοδο και ανηφόρα του ανθρώπου προς τον Θεό, ως δικό του καλό και δική του πηγή. Η δεύτερη, κάθοδο του Θεού προς τον άνθρωπο με την ενσάρκωση και το σταυρό του Χριστού: συνεπώς, τη σωτηρία που προσφέρεται στον άνθρωπο χωρίς να την έχει κερδίσει και χωρίς άλλη απάντηση από μέρους του, παρά μόνο την πίστη. Η Καινή Διαθήκη έχει κάνει μια συγκεκριμένη επιλογή για να εκφράσει την αγάπη, χρησιμοποιώντας τον όρο αγάπη και απορρίπτοντας συστηματικά τον όρο έρωτα.
Αυτός που υιοθέτησε και διατύπωσε με περισσότερη καθαρότητα αυτή τη διδασκαλία της αγάπης είναι ο άγιος Παύλος. Μετά από αυτόν, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του Nygren, αυτή η ριζική αντίθεση χάθηκε σχεδόν αμέσως για να δώσει τη θέση της σε προσπάθειες σύνθεσης. Ευθύς ως ο χριστιανισμός έρχεται σε πολιτιστική επαφή με τον κόσμο των Ελλήνων και την Πλατωνική θεώρηση, ήδη από τον Ωριγένη, γίνεται μια επανεκτίμηση του έρωτα, ως ανοδική κίνηση της ψυχής προς το καλό, ως παγκόσμια έλξη που ασκείται από το κάλλος και το θείο. Σε αυτή τη γραμμή ο Ψευδο-Διονύσης Αρεοπαγίτης θα γράψει ότι ο «Θεός είναι έρωτας» , υποκαθιστώντας με αυτό τον όρο, αυτόν της αγάπης της περίφημης φράσης του Ιωάννη (Α! Ιω. 4,10).
Στη Δύση μια ανάλογη σύνθεση, πραγματοποιήθηκε από τον Αυγουστίνο με τη διδασκαλία του για την αγάπη (caritas) εννοούμενη ως διδασκαλία της καθοδικής και δωρεάν αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο (κανείς δεν μίλησε για τη «χάρη» με τόσο αποφασιστικό τρόπο όσο αυτός), αλλά και ως πόθο του ανθρώπου για το καλό και τον Θεό. Δική του είναι η φράση: «Μας έκανες για σένα ω Θεέ, και ανήσυχη είναι η καρδιά μας έως ότου αναπαυθεί σε σένα» . Δική του είναι επίσης η εικόνα της αγάπης ως ένα βάρος που το τραβά η ψυχή, όπως συμβαίνει με τη δύναμη της βαρύτητας, προς τον Θεό, ως τον τόπο της ανάπαυσής της και της ευχαρίστησής της. Όλα αυτά, εισάγουν ένα στοιχείο αγάπης του εαυτού, αγάπης του προσωπικού καλού, επομένως εγωισμού, που καταστρέφει την απόλυτη δωρεά της χάρης. Είναι μια νέα πτώση στην ειδωλολατρική ψευδαίσθηση που θεωρεί την σωτηρία ως μια άνοδο προς τον Θεό, και όχι δωρεά και αναιτιολόγητη κάθοδο του Θεού προς εμάς.
Όμηροι αυτής της ανέφικτης σύνθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, μεταξύ αγάπης του Θεού και αγάπης του εαυτού, σύμφωνα με τον Nygren είναι: Ο άγιος Βερνάρδος όταν ορίζει τον ύψιστο βαθμό της αγάπης του Θεού ως μια «αγάπη για τον Θεό τον ίδιο» και μια «αγάπη του εαυτού για τον Θεό». Ό άγιος Βοναβεντούρας, με την ανοδική του «Διαδρομή του νου στον Θεό», καθώς επίσης και ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης που ορίζει την αγάπη του Θεού που σκόρπισε στην καρδιά του βαπτισμένου (βλ. Ρωμ. 5,5) ως « την αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγαπά και δια της οποίας μας κάνει να Τον αγαπούμε» (amor quo ipse nos diligit et quo ipse nos dilectores sui facit” . Πράγματι, αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος που αγαπιέται από τον Θεό, μπορεί με τη σειρά του να αγαπά τον Θεό, να του δίνει κάτι δικό του, πράγμα που θα κατάστρεφε την απόλυτη δωρεά της αγάπης του Θεού. Η ίδια παρέκκλιση συμβαίνει, σύμφωνα με τον Nygren, με τον μυστικισμό της καθολικής Εκκλησίας. Η αγάπη των μυστικιστών, με την ισχυρότατη φόρτιση έρωτα, δεν είναι άλλο παρά ένας εξυψωμένος αισθησιακός έρωτας, μια προσπάθεια να αποκατασταθεί μια αλαζονική σχέση αμοιβαίας αγάπης με τον Θεό.
Αυτός που έβαλε τέλος στην ασάφεια και επανάφερε στο φως τη σαφή Παύλεια αντίθεση είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Λούθηρος. Στηρίζοντας τη δικαίωση μόνο πάνω στην πίστη, αυτός δεν απέκλεισε την αγάπη που θεμελιώνει τη χριστιανική ζωή, όπως του προσάπτει η θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλλον ελευθέρωσε την αγάπη, από το θολό στοιχείο του έρωτα. Στην διατύπωση «μόνο πίστη», αποκλείοντας τα έργα, αντιστοιχεί στον Λούθηρο η διατύπωση «μόνο αγάπη» αποκλείοντας τον έρωτα.
Δεν ανήκει σε μένα να καθορίσω αν ο συγγραφέας ερμήνευσε σωστά τη σκέψη του Λουθήρου πάνω στο σημείο αυτό. Αυτό που πρέπει να λεχθεί είναι ότι ποτέ δεν έθεσε το πρόβλημα με όρους αντίθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, όπως πράγματι έκανε μεταξύ πίστης και έργων. Ωστόσο έχει τη σημασία του το γεγονός ότι και ο Karl Barth, σε ένα Κεφάλαιο του έργου του « Εκκλησιαστικό δράμα», καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Nygren για την αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ έρωτα και αγάπης: «Γράφει: όπου έρχεται στο προσκήνιο η χριστιανική αγάπη, αρχίζει αμέσως η σύγκρουση με την άλλη αγάπη και η σύγκρουση αυτή δεν έχει πια τέλος» . Είμαστε στην καρδιά τη διαλεκτικής θεολογίας, της θεολογίας του είτε είτε, της αντίθεσης με κάθε κόστος.
Ο αντίκτυπος αυτής της τοποθέτησης είναι η πλήρης κοσμικοποίηση και εκκοσμίκευση του έρωτα. Πράγματι, ενώ μια κάποια θεολογία έδιωχνε τον έρωτα από την αγάπη, η κοσμική κουλτούρα, από την πλευρά της, ήταν ευτυχής να κάνει το αντίθετο, διώχνοντας την αγάπη από τον έρωτα, δηλαδή κάθε αναφορά στον Θεό και στη χάρη της ανθρώπινης αγάπης. Ο Φρόιντ έφθασε μέχρι το τέρμα στη γραμμή αυτή, ανάγοντας την αγάπη στον έρωτα και τον έρωτα στην libido, στην καθαρή σεξουαλική ορμή. Είναι το στάδιο στο οποίο κατάντησε σήμερα η αγάπη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής και της κουλτούρας, και πάνω απόλα στον κόσμο του θεάματος.
Προ διετίας βρέθηκα στην Μαδρίτη. Οι εφημερίδες δεν έκαναν άλλο από το να μιλάνε για μια κάποια έκθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη στην πόλη υπό τον τίτλο: «Τα δάκρυα του έρωτα». Ήταν μια έκθεση καλλιτεχνικών έργων με φόντο ερωτικό. – πίνακες, σχέδια, γλυπτά, - που στόχευε να προβάλλει τον αδιαχώριστο δεσμό που υπάρχει στην εμπειρία του μοντέρνου ανθρώπου, μεταξύ έρωτα και θανάτου. Στην ίδια διαπίστωση φθάνει κανείς διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Tα άνθη του κακού του Baudelaire” η «Ένα διάστημα στην κόλαση» του Rimbaud. Η αγάπη, που από τη φύση της θα έπρεπε να οδηγεί στη ζωή, εντούτοις τώρα πια οδηγεί στον θάνατο.
3. Επιστροφή στη σύνθεση
Αν δεν μπορούμε με μιας να αλλάξουμε την ιδέα που έχει ο κόσμος για τον έρωτα, μπορούμε ωστόσο να διορθώσουμε τη θεολογική θεώρηση η οποία – σίγουρα χωρίς να το θέλει – την ευνοεί και την νομιμοποιεί. Αυτό κάνει, με υποδειγματικό τρόπο, ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος 16ος, δια της Εγκυκλίου «ο Θεός είναι αγάπη». Επιβεβαιώνει ξανά την παραδοσιακή σύνθεση της Καθολικής Εκκλησίας εκφράζοντάς την με όρους της εποχής μας. «Ο έρωτας και η αγάπη», διαβάζουμε στην Εγκύκλιο, - αγάπη ανοδική και αγάπη καθοδική – ποτέ δεν χωρίζονται πλήρως η μια από την άλλη (…). Η βιβλική πίστη δεν οικοδομεί έναν κόσμο παράλληλο ή αντίθετο προς το πρωταρχικό ανθρώπινο φαινόμενο που είναι ο έρωτας, αλλά αποδέχεται την ολότητα του ανθρώπου παρεμβαίνοντας στην αναζήτησή του της αγάπης για να την εξαγνίσει ανοίγοντάς του ταυτόχρονα νέες διαστάσεις» (αρ. 7-8). Ο έρωτας και η αγάπη, είναι ενωμένοι στην ίδια την πηγή της αγάπης που είναι ο Θεός. «Ο Θεός αγαπά – συνεχίζει η Εγκύκλιος – και η αγάπη αυτή μπορεί με βεβαιότητα να χαρακτηριστεί ως έρωτας, που ωστόσο είναι επίσης απόλυτη αγάπη» (αρ. 9).
Έτσι γίνεται κατανοητή η ασυνήθιστα θερμή και ευρύτατη υποδοχή αυτού του ποντιφικού ντοκουμέντου ακόμα και από τα πιο ανοικτά και υπεύθυνα λαϊκά περιβάλλοντα. Έτσι η Εγκύκλιος δίνει μια ελπίδα στον κόσμο. Διορθώνει την εικόνα μιας πίστης που αγγίζει τον κόσμο περιφερειακά χωρίς να εισχωρεί μέσα σ΄αυτόν, δια της ευαγγελικής εικόνας του προζυμιού που φουσκώνει όλη τη μάζα. Αντικαθιστά την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που ήρθε «να κρίνει» τον κόσμο με εκείνη της βασιλείας του Θεού που ήρθε να «σώσει» τον κόσμο, αρχίζοντας από τον έρωτα που είναι η κυρίαρχη δύναμή του.
Η θεώρηση της Καθολικής Εκκλησίας, που στο σημείο αυτού συμπίπτει με την Ορθόδοξη , μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την πλευρά της εξηγητικής. Αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ έρωτα και αγάπης, βασίζονται στο γεγονός ότι, η Καινή Διαθήκη αποφεύγει επιμελώς – και φαίνεται εσκεμμένα – τον όρο έρωτα, χρησιμοποιώντας αντ΄αυτού, πάντοτε και μόνο, τον όρο αγάπη (εκτός κάποιας σπάνιας χρησιμοποίησης του όρου φιλία που δείχνει την φιλική αγάπη).
Το γεγονός είναι αληθές, αλλά δεν είναι αληθινά τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτό. Υποτίθεται ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης είναι ενήμεροι τόσο της έννοιας που ο όρος έρωτας είχε στην κοινή διάλεκτο – ο λεγόμενος «κοινός ή χυδαίος» έρωτας – όσο και της υψηλής και φιλοσοφικής έννοιας που είχε π.χ. στον Πλάτωνα, ο ονομαζόμενος «ευγενής» έρωτας. Κατά την άποψη του τότε κόσμου, ο έρωτας σήμαινε αυτό που, λίγο ως πολύ, σημαίνει και σήμερα όταν γίνεται λόγος για ερωτισμό ή για ερωτικές ταινίες, δηλαδή την ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου περισσότερο με υποβάθμιση παρά με αναβάθμιση του έρωτα. Κατά την ευγενή αποδοχή, ο έρωτας σήμαινε την αγάπη για το κάλλος, τη δύναμη που συγκρατεί τον κόσμο και ωθεί όλα τα όντα στην ενότητα, δηλαδή στην κίνηση της ανόδου προς το θείο, που οι διαλεκτικοί θεολόγοι θεωρούν ασυμβίβαστη με την καθοδική κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο.
Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους, είχαν σκοπό να τους προφυλάξουν από τον «ευγενή» έρωτα του Πλάτωνα. Αυτοί απέφυγαν τον όρο «έρωτα», για τον ίδιο λόγο που ένας ιεροκήρυκας αποφεύγει σήμερα τον ερωτικό αυτό όρο. Και αν τον χρησιμοποιεί, το κάνει μόνο για την αρνητική του πλευρά. Η αιτία, τότε και σήμερα, είναι, ότι ο όρος αυτός δηλώνει τον έρωτα στην πιο εγωιστική και αισθησιακή του μορφή . Η δυσπιστία των πρώτων χριστιανών απέναντι στον έρωτα, ήταν επιπλέον επιβαρυμένη από τον ρόλο που αυτός κατείχε στις ξέφρενες διονυσιακές λατρείες.
Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός έρχεται σε επαφή και διάλογο με την Ελληνική κουλτούρα της εποχής, διακόπτεται αμέσως, καθώς ήδη είδαμε, κάθε αποκλεισμός του έρωτα. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά από τους Έλληνες συγγραφείς ως συνώνυμο της αγάπης και εκφράζει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο αλλά επίσης και την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό, την αγάπη για τις αρετές και για κάθε ωραίο πράγμα. Για να πειστεί κανείς περί αυτού, αρκεί να ρίξει μια απλή ματιά στο «Ελληνικό Πατριστικό Λεξικό» του Lampe . Επομένως η θέση του Nygren και του Barth, συνιστά ένα σύστημα που οικοδομήθηκε πάνω σε μια εσφαλμένη εφαρμογή του ονομαζόμενου «ex silentio» (λόγω αποσιώπησης) επιχειρήματος.
4. Ένας έρωτας για τα αφιερωμένα πρόσωπα
Η αναβάθμιση του έρωτα βοηθάει πριν απόλα τους ερωτευμένους ανθρώπους και τους χριστιανούς συζύγους, παρουσιάζοντας την ομορφιά και την αξιοπρέπεια της αγάπης που τους ενώνει. Βοηθάει τους νέους να δοκιμάσουν τη γοητεία του άλλου φύλου όχι σαν κάτι το σκοτεινό που πρέπει να βιωθεί έχοντας ως προκάλυμμα τον Θεό, αλλά αντίθετα ως μια δωρεά του Δημιουργού για να τη χαίρονται εφόσον τη ζουν σύμφωνα με την τάξη που ο Ίδιος θέλησε. Για τη θετική αυτή λειτουργία του έρωτα πάνω στην ανθρώπινη αγάπη, αναφέρεται και ο πάπας στην Εγκύκλιό του, όταν μιλά για την πορεία κάθαρσης του έρωτα που οδηγεί από την προσωρινή γοητεία στην «παντοτινή» του γάμου (αρ.4-5).
Αλλά η αναβάθμιση του έρωτα πρέπει να βοηθήσει και εμάς τους αφιερωμένους, άνδρες και γυναίκες. Αναφέρθηκα στην αρχή στον κίνδυνο που διατρέχουν οι ψυχές των αφιερωμένων προσώπων, που είναι η ψυχρή αγάπη, η οποία δεν κατεβαίνει ποτέ από τον νου στην καρδιά. Ένας χειμερινός ήλιος που φωτίζει αλλά δεν θερμαίνει. Αν ο έρωτας σημαίνει ορμή, επιθυμία, έλξη, δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματα, και ακόμα χειρότερα να τα περιφρονούμε και να τα καταστέλλουμε. Όταν πρόκειται για την αγάπη του Θεού – έγραφε ο Guglielmo di St. Thierry – το συναίσθημα της στοργής (affectio), είναι και αυτό χάρη. Πράγματι, η φύση δεν μπορεί να μας εμφυσήσει παρόμοιο συναίσθημα .
Οι Ψαλμοί είναι γεμάτοι από αυτή τη λαχτάρα για τον Θεό: «Σ’ εσένα Κύριε υψώνω την ψυχή μου…», «Η ψυχή μου διψά για τον Θεό, τον ζωντανό Θεό». «Δώσε λοιπόν προσοχή – λέει ο συγγραφέας της «Νεφέλης της μη γνώσης» - σ’ αυτό το θαυμαστό έργο της χάρης στην ψυχή σου. Αυτό δεν είναι παρά μια ξαφνική ώθηση που παρουσιάζεται χωρίς καμιά προειδοποίηση και οδηγεί κατευθείαν στον Θεό, σαν μια σπίθα που ελευθερώνεται από τη φωτιά… Χτύπησε αυτή την πυκνή νεφέλη της μη γνώσης με το ακονισμένο βέλος της επιθυμίας για αγάπη και μη κινηθείς από εκεί, οτιδήποτε και αν συμβεί». Αρκεί γι’ αυτό, μια σκέψη, μια κίνηση της καρδιάς, μια σύντομη προσευχή.
Αλλά όλα αυτά δεν αρκούν και τούτο ο Θεός το ξέρει καλύτερα από μας. Είμαστε πλάσματα, ζούμε στο χρόνο και μέσα σε ένα σώμα. Έχουμε ανάγκη από μια οθόνη πάνω στην οποία να προβάλλουμε την αγάπη μας που να μην είναι μόνο «η νεφέλη της μη γνώσης», δηλαδή το κάλυμμα πίσω από το οποίο κρύβεται ο Θεός που ποτέ κανείς δεν είδε και ο οποίος κατοικεί μέσα σε ένα απρόσιτο φως…
Γνωρίζουμε καλά την απάντηση που δίνεται στην ερώτηση αυτή: ακριβώς γι’ αυτό ο Θεός μας έδωσε τον πλησίον: για να τον αγαπούμε! «Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, ο Θεός μένει σ’ εμάς και η αγάπη του έχει ολοκληρωθεί μέσα μας… Όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του που βλέπει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό που δεν βλέπει» (Α! Ιω. 4,12.20). Ωστόσο οφείλουμε να προσέξουμε ώστε να μην υπερπηδήσουμε τον καθοριστικό κρίκο. Πριν από τον αδελφό που φαίνεται, υπάρχει κάποιος άλλος που επίσης μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε: υπάρχει ο Θεός που έγινε άνθρωπος, υπάρχει ο Ιησούς Χριστός: Μεταξύ του Θεού και του πλησίον, τώρα πια υπάρχει ο Λόγος που έγινε σάρκα και επανένωση τα δυο άκρα σε ένα μόνο πρόσωπο. Τώρα πια σ’ αυτόν βρίσκει το θεμέλιό της η ίδια η αγάπη του πλησίον: «Το έχετε κάνει σ’εμένα».
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την αγάπη του Θεού; Ότι το πρωταρχικό αντικείμενο του έρωτά μας, της αναζήτησής μας, της επιθυμίας, της έλξης, του πάθους, πρέπει να είναι ο Χριστός. «Στον Σωτήρα έχει προκαθοριστεί από μιας αρχής η ανθρώπινη αγάπη, ως το πρότυπό της και ο σκοπός της, ως μια κοσμηματοθήκη τόσο μεγάλη και πλατιά που να μπορεί να δεχθεί τον Θεό (…). Η επιθυμία της ψυχής θα πρέπει να στρέφεται μόνο στον Χριστό. Σ’ αυτόν είναι ο τόπος της ανάπαυσής της, γιατί Αυτός μόνο είναι το καλό, η αλήθεια και κάθε τι που εμπνέει αγάπη» . Αντηχεί πάντοτε και παντού μέσα την μοναστική πνευματικότητα το ρητό του αγίου Βενέδικτου: «Τίποτε απολύτως να μην προτάσσουμε στην αγάπη του Χριστού.
Τούτο δεν σημαίνει ότι περιορίζουμε τον ορίζοντα της χριστιανικής αγάπης από τον Θεό στον Χριστό. Σημαίνει ότι αγαπούμε τον Θεό με τον τρόπο που ο ‘Ίδιος θέλει να τον αγαπούμε. « Ο Θεός σας αγαπά επειδή εσείς με αγαπάτε» (Ιω. 16,27). Δεν πρόκειται για έμμεση αγάπη, σχεδόν μέσω πληρεξούσιου, δια της οποίας όποιος αγαπά τον Ιησού είναι σαν να αγαπά τον Πατέρα. Όχι, ο Ιησούς είναι ένας άμεσος μεσολαβητής. Αγαπώντας Αυτόν, αγαπούμε ταυτόχρονα και τον Πατέρα. «Όποιος βλέπει εμένα, βλέπει τον Πατέρα», όποιος αγαπά εμένα αγαπά τον Πατέρα.
Είναι αλήθεια πως ούτε ο Χριστός φαίνεται, αλλά υπάρχει. Είναι αναστημένος, είναι ζωντανός, είναι πραγματικά πιο κοντά μας από όσο ο ερωτευμένος σύζυγος είναι κοντά στη σύζυγό του. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: να σκεφτόμαστε τον Χριστό όχι σαν ένα πρόσωπο του παρελθόντος, αλλά ως τον αναστημένο και ζωντανό Κύριο, με τον οποίο μπορώ να μιλώ, μπορώ να ασπαστώ αν το θέλω, με τη σιγουριά ότι ο ασπασμός μου δεν τερματίζει στο χαρτί ή στο ξύλο ενός σταυρωμένου, αλλά στο πρόσωπο και στα χείλη ζωντανής σάρκας (αν και πνευματοποιημένης), που δέχονται με χαρά τον ασπασμό μου.
Η ομορφιά και η πληρότητα της αφιερωμένης ζωής εξαρτάται από την ποιότητα της αγάπης μας για τον Χριστό. Μόνο αυτή είναι ικανή να μας προφυλάξει από τις παρεκκλίσεις της καρδιάς. Ο Ιησούς είναι ο τέλειος άνθρωπος. Σ’ αυτόν υπάρχουν, σε βαθμό απείρως ανώτερο, όλες εκείνες οι αξίες και οι φροντίδες που ένας άνδρας αναζητεί σε μια γυναίκα και μια γυναίκα στον άνδρα. Η αγάπη του Χριστού δεν μας απαλλάσσει αναγκαστικά από την γοητεία των πλασμάτων και ιδιαίτερα από την έλξη του άλλου φύλου (τούτο είναι μέρος της φύσης μας που ο ίδιος ο Θεός έπλασε και δεν θέλει να καταστρέψει). Μας δίνει όμως τη δύναμη να νικούμε αυτή την έλξη με μια δυνατότερη έλξη. «Αγνός – γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας – είναι αυτός που διώχνει τον έρωτα με τον Έρωτα.
Καταστρέφουν άραγε όλα αυτά την δωρεάν αγάπη, θέλοντας να ανταποδώσουμε στον Θεό κάτι, σε αντάλλαγμα της καρδιάς του; Ακυρώνουν τη χάρη, όπως πιστεύει ο Nygren; Κατά κανένα τρόπο, απεναντίας την αναδεικνύει. Τι δίνουμε πράγματι δι’ αυτού του τρόπου στον Θεό, παρά αυτό που λάβαμε από Αυτόν; «Εμείς αγαπούμε διότι Εκείνος πρώτος μας αγάπησε» (Α! Ιω. 4,19). Η αγάπη που δίνουμε στον Χριστό είναι η ίδια η δική του αγάπη για μας, την οποία του επιστρέφουμε, όπως κάνει η ηχώ με τη φωνή.
Πού είναι λοιπόν η καινοτομία και η ομορφιά αυτής της αγάπης που ονομάζουμε έρωτα; Η ηχώ επιστρέφει στον Θεό την ίδια τη δική του αγάπη, αλλά εμπλουτισμένη, χρωματισμένη ή αρωματισμένη από την ελευθερία μας. Και είναι όλο αυτό που θέλει ο Θεός. Η ελευθερία μας ξεπληρώνει τα πάντα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, πράγμα ανήκουστο, γράφει ο N. Cabasilas: λαβαίνοντας από εμάς τη δωρεά της αγάπης, σε αντάλλαγμα για όλα αυτά που μας έδωσε, θεωρεί τον εαυτό του οφειλέτη μας» . Η θέση που αντιτάσσει τον έρωτα και την αγάπη βασίζεται σε μια άλλη, πολύ γνωστή αντίθεση, αυτή της χάρης και της ελευθερίας και μάλιστα βασίζεται στην ίδια την άρνηση της ελευθερίας του ανθρώπου που έχει εκπέσει (σκλαβωμένη θέληση).
Προσπάθησα να φανταστώ, σεβαστοί Πατέρες και αδελφοί, τι θα έλεγε ο αναστημένος Ιησούς, αν, - όπως έκανε κατά την επίγεια ζωή του όταν έμπαινε σε μια συναγωγή -, ερχόταν τώρα να σταθεί εδώ στη θέση μου για να μας εξηγήσει ο ίδιος προσωπικά ποια είναι η αγάπη που θα επιθυμούσε από εμάς. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας, με απλότητα, αυτό που πιστεύω ότι θα έλεγε. Θα μας χρησιμεύσει για να κάνουμε τη δική μας εξέταση συνειδήσεως πάνω στην αγάπη.
Ο Ιησούς θα μας έλεγε: Φλογερή αγάπη είναι:
Να με βάζεις πάντοτε στην πρώτη θέση.
Να προσπαθείς να με ευχαριστείς την κάθε σου στιγμή.
Να αντιπαραβάλλεις τις επιθυμίες σου με τη δική μου επιθυμία.
Να ζεις ενώπιόν μου ως φίλος, έμπιστος, σύζυγος και να νοιώθεις γι’ αυτό ευτυχισμένος.
Να ανησυχείς αν σκέπτεσαι να μείνεις για λίγο μακριά μου.
Να είσαι γεμάτος ευτυχία όταν είμαι μαζί σου.
Να προτιμάς να ζεις μαζί μου φτωχός και άγνωστος, παρά πλούσιος κι διάσημος χωρίς εμένα.
Να μου μιλάς ως τον πιο αγαπημένο φίλο κάθε στιγμή.
Να έχεις εμπιστοσύνη σε μένα όταν κοιτάζεις το μέλλον.
Να θέλεις να χάνεσαι σ’ εμένα ως τον σκοπό της ύπαρξής σου.
Αν σεβαστοί Πατέρες, αδελφοί και αδελφές, φαίνεται σ’ εσάς, όπως και σ’ εμένα, ότι είμαστε ακόμα μακριά από αυτό τον στόχο, ας μην αποθαρρυνόμαστε. Έχουμε Κάποιον, που μπορεί να μας βοηθήσει να φθάσουμε σ’ αυτό τον στόχο, αν του το ζητήσουμε. Ας απευθυνόμαστε με πίστη στο Άγιο Πνεύμα με την σύντομη προσευχή: «Έλα, Πνεύμα άγιο, γέμισε τις καρδιές των πιστών σου και άναψε σ΄αυτούς τη φωτιά της αγάπης σου».
Padre Cantalamessa
Για την Ελληνική απόδοση:
Ένας τομέας τον οποίο η εκκοσμίκευση επηρεάζει ευρύτατα και ολέθρια, είναι ο τομέας της αγάπης. Η εκκοσμίκευση της αγάπης συνίσταται στην απόσπαση της ανθρώπινης αγάπης, σε όλες τις μορφές της, από τον Θεό, ανάγοντάς την σε κάτι το εντελώς «κοσμικό», όπου ο Θεός δεν έχει καμιά θέση και μάλιστα είναι εμπόδιο.
Αλλά το θέμα της αγάπης δεν είναι σημαντικό αποκλειστικά για τον ευαγγελισμό, δηλαδή στη σχέση με τον κόσμο. Είναι σημαντικό επίσης και πριν απόλα, για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, για την αγιοσύνη των μελών της. Σε αυτή την προοπτική τοποθετείται και η εγκύκλιος «ο Θεός είναι αγάπη» του αγίου Πατέρα Βενέδικτου 16ου, στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς στους παρακάτω στοχασμούς.
Η αγάπη υποφέρει από ένα ολέθριο διαχωρισμό όχι μόνο στην νοοτροπία του εκκοσμικευμένου κόσμου. Αλλά και, στην απέναντι πλευρά, ανάμεσα στους πιστούς και ιδιαίτερα ανάμεσα στα αφιερωμένα πρόσωπα. Απλοποιώντας στο μέγιστο βαθμό, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την κατάσταση ως εξής: βρίσκουμε στον κόσμο ένα έρωτα χωρίς αγάπη, ενώ ανάμεσα στους πιστούς βρίσκουμε συχνά μια αγάπη χωρίς έρωτα.
Ο έρωτας χωρίς αγάπη, είναι μια αγάπη ρομαντική, και συχνά τόσο παθιασμένη που μπορεί να φθάσει μέχρι τη βία. Μια αγάπη κτητική που μοιραία ανάγει τον άλλο αντικείμενο της ηδονής του αγνοώντας κάθε διάσταση θυσίας, πιστότητας, και δωρεάς του εαυτού. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στην περιγραφή αυτής της αγάπης αφού είναι μια καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε κάτω από τα μάτια μας και η οποία προβάλλεται διαρκώς υπό μορφή σφυροκοπημάτων μέσα από τα μυθιστορήματα, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές, το διαδίκτυο, τα λεγόμενα «ροζ» περιοδικά. Είναι αυτό που στην κοινή διάλεκτο, τώρα πια ο κόσμος εννοεί με τον όρο «έρωτα».
Είναι πιο χρήσιμο για μας να καταλάβουμε τι σημαίνει αγάπη χωρίς έρωτα. Στη μουσική υπάρχει μια διάκριση που μπορεί να μας βοηθήσει να πάρουμε μια ιδέα: η διάκριση μεταξύ της «θερμής» και της «ψυχρής» τζαζ μουσικής. Κάπου έχω διαβάσει αυτό τον χαρακτηρισμό των δυο ειδών, έστω και αν δεν είναι ο μοναδικός. Η «θερμή» τζαζ είναι γεμάτη από πάθος, φλόγα, εκφραστικότητα, οίστρο, συναισθήματα και επομένως από πενιές και αυτοσχεδιασμούς πρωτότυπους. Η «ψυχρή» τζαζ, είναι αυτή που προκύπτει όταν περνάμε στον επαγγελματισμό. Τα συναισθήματα επαναλαμβάνονται, ο οίστρος αντικαθίσταται από την τεχνική, ο αυθορμητισμός από την δεξιοτεχνία, λειτουργούμε περισσότερο με τον εγκέφαλο παρά με την καρδιά.
Αποδεχόμενοι αυτή τη διάκριση, η αγάπη χωρίς έρωτα μας φαίνεται «μια αγάπη ψυχρή», μια αγάπη «επιδερμική», που επιβάλλεται περισσότερο από τη θέληση παρά από τη διάθεση της καρδιάς. Μια αγάπη που ακολουθεί ένα προκαθορισμένο μοντέλο αντί να δημιουργεί το δικό της ανεπανάληπτο μοντέλο, όπως είναι ανεπανάληπτο ενώπιον του Θεού κάθε ανθρώπινο ον. Οι πράξεις αγάπης που απευθύνονται στον Θεό μοιάζουν, σε αυτή την περίπτωση, με αυτές ορισμένων στερημένων ερωτευμένων που γράφουν ερωτικές επιστολές στην αγαπημένη, τις οποίες αντιγράφουν από κάποιο «οδηγό παρόμοιων τυποποιημένων επιστολών».
Αν ο κοσμικός έρωτας είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή, η θρησκευτική αγάπη που εφαρμόζεται δι’αυτού του τρόπου, είναι μια ψυχή χωρίς σώμα. Το ανθρώπινο ον δεν είναι ένας άγγελος, δηλαδή καθαρό πνεύμα, είναι ψυχή και σώμα ενωμένα ουσιαστικά. Όλα όσα κάνει, συμπεριλαμβανομένης της αγάπης, πρέπει να αντανακλούν αυτή τη δομή του. Αν τα στοιχεία που είναι συνδεδεμένα με το συναίσθημα και την καρδιά απωθούνται ή καταστέλλονται συστηματικά, το αποτέλεσμα θα είναι διττό: ή προχωρούμε βαριεστημένα μπροστά, από αίσθηση του καθήκοντος και για να διαφυλάξουμε την εικόνα μας, είτε καταφεύγουμε σε αντισταθμίσματα λίγο ως πολύ νόμιμα, μέχρι τις οδυνηρότατες περιπτώσεις που γνωρίζουμε πολύ καλά. Στο βάθος πολλών ηθικών παρεκτροπών αφιερωμένων προσώπων, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της αγάπης.
Έχουμε λοιπόν ένα διπλό κίνητρο και μια διπλή επείγουσα ανάγκη να ανακαλύψουμε εκ νέου την αγάπη στην πρωταρχική της ενότητα. Η αληθινή και ολοκληρωμένη αγάπη, είναι ένα μαργαριτάρι που περικλείεται μέσα σε δυο δικλείδες: τον έρωτα και την αγάπη. Οι δυο αυτές διαστάσεις της αγάπης δεν μπορούν να χωριστούν χωρίς να την καταστρέψουμε, όπως δεν μπορούν να χωριστούν μεταξύ τους το υδρογόνο και το οξυγόνο χωρίς να στερηθούμε το νερό.
2. Η θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο ειδών αγάπης (του έρωτα και της αγάπης).
Η πιο σημαντική συμφιλίωση μεταξύ των δυο διαστάσεων της αγάπης είναι αυτή που αναφέρεται στην πρακτική που εφαρμόζεται στη ζωή των προσώπων, αλλά ακριβώς για να καταστεί αυτή δυνατή, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να συμφιλιώνουμε μεταξύ τους τον έρωτα και την αγάπη και στο θεωρητικό επίπεδο της διδασκαλίας. Τούτο θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε επιτέλους τι σημαίνουν οι τόσο χρησιμοποιημένοι και παρεξηγημένοι δυο αυτοί όροι.
Η σπουδαιότητα του ζητήματος γεννιέται από το γεγονός ότι υπάρχει ένα έργο που κατέστησε γνωστότατη σε όλο τον χριστιανικό κόσμο την αντίθετη θέση, αυτή δηλαδή του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο μορφών αγάπης. Πρόκειται για το βιβλίο του Λουθηρανού Σουηδού θεολόγου Anders Nygren, υπό τον τίτλο «Έρωτας και Αγάπη». Μπορούμε να συνοψίσουμε τη σκέψη του με αυτά τα λόγια: Ο Έρωτας και η Αγάπη, ορίζουν δυο αντίθετες κατευθύνσεις: ο πρώτος, άνοδο και ανηφόρα του ανθρώπου προς τον Θεό, ως δικό του καλό και δική του πηγή. Η δεύτερη, κάθοδο του Θεού προς τον άνθρωπο με την ενσάρκωση και το σταυρό του Χριστού: συνεπώς, τη σωτηρία που προσφέρεται στον άνθρωπο χωρίς να την έχει κερδίσει και χωρίς άλλη απάντηση από μέρους του, παρά μόνο την πίστη. Η Καινή Διαθήκη έχει κάνει μια συγκεκριμένη επιλογή για να εκφράσει την αγάπη, χρησιμοποιώντας τον όρο αγάπη και απορρίπτοντας συστηματικά τον όρο έρωτα.
Αυτός που υιοθέτησε και διατύπωσε με περισσότερη καθαρότητα αυτή τη διδασκαλία της αγάπης είναι ο άγιος Παύλος. Μετά από αυτόν, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του Nygren, αυτή η ριζική αντίθεση χάθηκε σχεδόν αμέσως για να δώσει τη θέση της σε προσπάθειες σύνθεσης. Ευθύς ως ο χριστιανισμός έρχεται σε πολιτιστική επαφή με τον κόσμο των Ελλήνων και την Πλατωνική θεώρηση, ήδη από τον Ωριγένη, γίνεται μια επανεκτίμηση του έρωτα, ως ανοδική κίνηση της ψυχής προς το καλό, ως παγκόσμια έλξη που ασκείται από το κάλλος και το θείο. Σε αυτή τη γραμμή ο Ψευδο-Διονύσης Αρεοπαγίτης θα γράψει ότι ο «Θεός είναι έρωτας» , υποκαθιστώντας με αυτό τον όρο, αυτόν της αγάπης της περίφημης φράσης του Ιωάννη (Α! Ιω. 4,10).
Στη Δύση μια ανάλογη σύνθεση, πραγματοποιήθηκε από τον Αυγουστίνο με τη διδασκαλία του για την αγάπη (caritas) εννοούμενη ως διδασκαλία της καθοδικής και δωρεάν αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο (κανείς δεν μίλησε για τη «χάρη» με τόσο αποφασιστικό τρόπο όσο αυτός), αλλά και ως πόθο του ανθρώπου για το καλό και τον Θεό. Δική του είναι η φράση: «Μας έκανες για σένα ω Θεέ, και ανήσυχη είναι η καρδιά μας έως ότου αναπαυθεί σε σένα» . Δική του είναι επίσης η εικόνα της αγάπης ως ένα βάρος που το τραβά η ψυχή, όπως συμβαίνει με τη δύναμη της βαρύτητας, προς τον Θεό, ως τον τόπο της ανάπαυσής της και της ευχαρίστησής της. Όλα αυτά, εισάγουν ένα στοιχείο αγάπης του εαυτού, αγάπης του προσωπικού καλού, επομένως εγωισμού, που καταστρέφει την απόλυτη δωρεά της χάρης. Είναι μια νέα πτώση στην ειδωλολατρική ψευδαίσθηση που θεωρεί την σωτηρία ως μια άνοδο προς τον Θεό, και όχι δωρεά και αναιτιολόγητη κάθοδο του Θεού προς εμάς.
Όμηροι αυτής της ανέφικτης σύνθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, μεταξύ αγάπης του Θεού και αγάπης του εαυτού, σύμφωνα με τον Nygren είναι: Ο άγιος Βερνάρδος όταν ορίζει τον ύψιστο βαθμό της αγάπης του Θεού ως μια «αγάπη για τον Θεό τον ίδιο» και μια «αγάπη του εαυτού για τον Θεό». Ό άγιος Βοναβεντούρας, με την ανοδική του «Διαδρομή του νου στον Θεό», καθώς επίσης και ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης που ορίζει την αγάπη του Θεού που σκόρπισε στην καρδιά του βαπτισμένου (βλ. Ρωμ. 5,5) ως « την αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγαπά και δια της οποίας μας κάνει να Τον αγαπούμε» (amor quo ipse nos diligit et quo ipse nos dilectores sui facit” . Πράγματι, αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος που αγαπιέται από τον Θεό, μπορεί με τη σειρά του να αγαπά τον Θεό, να του δίνει κάτι δικό του, πράγμα που θα κατάστρεφε την απόλυτη δωρεά της αγάπης του Θεού. Η ίδια παρέκκλιση συμβαίνει, σύμφωνα με τον Nygren, με τον μυστικισμό της καθολικής Εκκλησίας. Η αγάπη των μυστικιστών, με την ισχυρότατη φόρτιση έρωτα, δεν είναι άλλο παρά ένας εξυψωμένος αισθησιακός έρωτας, μια προσπάθεια να αποκατασταθεί μια αλαζονική σχέση αμοιβαίας αγάπης με τον Θεό.
Αυτός που έβαλε τέλος στην ασάφεια και επανάφερε στο φως τη σαφή Παύλεια αντίθεση είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Λούθηρος. Στηρίζοντας τη δικαίωση μόνο πάνω στην πίστη, αυτός δεν απέκλεισε την αγάπη που θεμελιώνει τη χριστιανική ζωή, όπως του προσάπτει η θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλλον ελευθέρωσε την αγάπη, από το θολό στοιχείο του έρωτα. Στην διατύπωση «μόνο πίστη», αποκλείοντας τα έργα, αντιστοιχεί στον Λούθηρο η διατύπωση «μόνο αγάπη» αποκλείοντας τον έρωτα.
Δεν ανήκει σε μένα να καθορίσω αν ο συγγραφέας ερμήνευσε σωστά τη σκέψη του Λουθήρου πάνω στο σημείο αυτό. Αυτό που πρέπει να λεχθεί είναι ότι ποτέ δεν έθεσε το πρόβλημα με όρους αντίθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, όπως πράγματι έκανε μεταξύ πίστης και έργων. Ωστόσο έχει τη σημασία του το γεγονός ότι και ο Karl Barth, σε ένα Κεφάλαιο του έργου του « Εκκλησιαστικό δράμα», καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Nygren για την αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ έρωτα και αγάπης: «Γράφει: όπου έρχεται στο προσκήνιο η χριστιανική αγάπη, αρχίζει αμέσως η σύγκρουση με την άλλη αγάπη και η σύγκρουση αυτή δεν έχει πια τέλος» . Είμαστε στην καρδιά τη διαλεκτικής θεολογίας, της θεολογίας του είτε είτε, της αντίθεσης με κάθε κόστος.
Ο αντίκτυπος αυτής της τοποθέτησης είναι η πλήρης κοσμικοποίηση και εκκοσμίκευση του έρωτα. Πράγματι, ενώ μια κάποια θεολογία έδιωχνε τον έρωτα από την αγάπη, η κοσμική κουλτούρα, από την πλευρά της, ήταν ευτυχής να κάνει το αντίθετο, διώχνοντας την αγάπη από τον έρωτα, δηλαδή κάθε αναφορά στον Θεό και στη χάρη της ανθρώπινης αγάπης. Ο Φρόιντ έφθασε μέχρι το τέρμα στη γραμμή αυτή, ανάγοντας την αγάπη στον έρωτα και τον έρωτα στην libido, στην καθαρή σεξουαλική ορμή. Είναι το στάδιο στο οποίο κατάντησε σήμερα η αγάπη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής και της κουλτούρας, και πάνω απόλα στον κόσμο του θεάματος.
Προ διετίας βρέθηκα στην Μαδρίτη. Οι εφημερίδες δεν έκαναν άλλο από το να μιλάνε για μια κάποια έκθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη στην πόλη υπό τον τίτλο: «Τα δάκρυα του έρωτα». Ήταν μια έκθεση καλλιτεχνικών έργων με φόντο ερωτικό. – πίνακες, σχέδια, γλυπτά, - που στόχευε να προβάλλει τον αδιαχώριστο δεσμό που υπάρχει στην εμπειρία του μοντέρνου ανθρώπου, μεταξύ έρωτα και θανάτου. Στην ίδια διαπίστωση φθάνει κανείς διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Tα άνθη του κακού του Baudelaire” η «Ένα διάστημα στην κόλαση» του Rimbaud. Η αγάπη, που από τη φύση της θα έπρεπε να οδηγεί στη ζωή, εντούτοις τώρα πια οδηγεί στον θάνατο.
3. Επιστροφή στη σύνθεση
Αν δεν μπορούμε με μιας να αλλάξουμε την ιδέα που έχει ο κόσμος για τον έρωτα, μπορούμε ωστόσο να διορθώσουμε τη θεολογική θεώρηση η οποία – σίγουρα χωρίς να το θέλει – την ευνοεί και την νομιμοποιεί. Αυτό κάνει, με υποδειγματικό τρόπο, ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος 16ος, δια της Εγκυκλίου «ο Θεός είναι αγάπη». Επιβεβαιώνει ξανά την παραδοσιακή σύνθεση της Καθολικής Εκκλησίας εκφράζοντάς την με όρους της εποχής μας. «Ο έρωτας και η αγάπη», διαβάζουμε στην Εγκύκλιο, - αγάπη ανοδική και αγάπη καθοδική – ποτέ δεν χωρίζονται πλήρως η μια από την άλλη (…). Η βιβλική πίστη δεν οικοδομεί έναν κόσμο παράλληλο ή αντίθετο προς το πρωταρχικό ανθρώπινο φαινόμενο που είναι ο έρωτας, αλλά αποδέχεται την ολότητα του ανθρώπου παρεμβαίνοντας στην αναζήτησή του της αγάπης για να την εξαγνίσει ανοίγοντάς του ταυτόχρονα νέες διαστάσεις» (αρ. 7-8). Ο έρωτας και η αγάπη, είναι ενωμένοι στην ίδια την πηγή της αγάπης που είναι ο Θεός. «Ο Θεός αγαπά – συνεχίζει η Εγκύκλιος – και η αγάπη αυτή μπορεί με βεβαιότητα να χαρακτηριστεί ως έρωτας, που ωστόσο είναι επίσης απόλυτη αγάπη» (αρ. 9).
Έτσι γίνεται κατανοητή η ασυνήθιστα θερμή και ευρύτατη υποδοχή αυτού του ποντιφικού ντοκουμέντου ακόμα και από τα πιο ανοικτά και υπεύθυνα λαϊκά περιβάλλοντα. Έτσι η Εγκύκλιος δίνει μια ελπίδα στον κόσμο. Διορθώνει την εικόνα μιας πίστης που αγγίζει τον κόσμο περιφερειακά χωρίς να εισχωρεί μέσα σ΄αυτόν, δια της ευαγγελικής εικόνας του προζυμιού που φουσκώνει όλη τη μάζα. Αντικαθιστά την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που ήρθε «να κρίνει» τον κόσμο με εκείνη της βασιλείας του Θεού που ήρθε να «σώσει» τον κόσμο, αρχίζοντας από τον έρωτα που είναι η κυρίαρχη δύναμή του.
Η θεώρηση της Καθολικής Εκκλησίας, που στο σημείο αυτού συμπίπτει με την Ορθόδοξη , μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την πλευρά της εξηγητικής. Αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ έρωτα και αγάπης, βασίζονται στο γεγονός ότι, η Καινή Διαθήκη αποφεύγει επιμελώς – και φαίνεται εσκεμμένα – τον όρο έρωτα, χρησιμοποιώντας αντ΄αυτού, πάντοτε και μόνο, τον όρο αγάπη (εκτός κάποιας σπάνιας χρησιμοποίησης του όρου φιλία που δείχνει την φιλική αγάπη).
Το γεγονός είναι αληθές, αλλά δεν είναι αληθινά τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτό. Υποτίθεται ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης είναι ενήμεροι τόσο της έννοιας που ο όρος έρωτας είχε στην κοινή διάλεκτο – ο λεγόμενος «κοινός ή χυδαίος» έρωτας – όσο και της υψηλής και φιλοσοφικής έννοιας που είχε π.χ. στον Πλάτωνα, ο ονομαζόμενος «ευγενής» έρωτας. Κατά την άποψη του τότε κόσμου, ο έρωτας σήμαινε αυτό που, λίγο ως πολύ, σημαίνει και σήμερα όταν γίνεται λόγος για ερωτισμό ή για ερωτικές ταινίες, δηλαδή την ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου περισσότερο με υποβάθμιση παρά με αναβάθμιση του έρωτα. Κατά την ευγενή αποδοχή, ο έρωτας σήμαινε την αγάπη για το κάλλος, τη δύναμη που συγκρατεί τον κόσμο και ωθεί όλα τα όντα στην ενότητα, δηλαδή στην κίνηση της ανόδου προς το θείο, που οι διαλεκτικοί θεολόγοι θεωρούν ασυμβίβαστη με την καθοδική κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο.
Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους, είχαν σκοπό να τους προφυλάξουν από τον «ευγενή» έρωτα του Πλάτωνα. Αυτοί απέφυγαν τον όρο «έρωτα», για τον ίδιο λόγο που ένας ιεροκήρυκας αποφεύγει σήμερα τον ερωτικό αυτό όρο. Και αν τον χρησιμοποιεί, το κάνει μόνο για την αρνητική του πλευρά. Η αιτία, τότε και σήμερα, είναι, ότι ο όρος αυτός δηλώνει τον έρωτα στην πιο εγωιστική και αισθησιακή του μορφή . Η δυσπιστία των πρώτων χριστιανών απέναντι στον έρωτα, ήταν επιπλέον επιβαρυμένη από τον ρόλο που αυτός κατείχε στις ξέφρενες διονυσιακές λατρείες.
Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός έρχεται σε επαφή και διάλογο με την Ελληνική κουλτούρα της εποχής, διακόπτεται αμέσως, καθώς ήδη είδαμε, κάθε αποκλεισμός του έρωτα. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά από τους Έλληνες συγγραφείς ως συνώνυμο της αγάπης και εκφράζει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο αλλά επίσης και την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό, την αγάπη για τις αρετές και για κάθε ωραίο πράγμα. Για να πειστεί κανείς περί αυτού, αρκεί να ρίξει μια απλή ματιά στο «Ελληνικό Πατριστικό Λεξικό» του Lampe . Επομένως η θέση του Nygren και του Barth, συνιστά ένα σύστημα που οικοδομήθηκε πάνω σε μια εσφαλμένη εφαρμογή του ονομαζόμενου «ex silentio» (λόγω αποσιώπησης) επιχειρήματος.
4. Ένας έρωτας για τα αφιερωμένα πρόσωπα
Η αναβάθμιση του έρωτα βοηθάει πριν απόλα τους ερωτευμένους ανθρώπους και τους χριστιανούς συζύγους, παρουσιάζοντας την ομορφιά και την αξιοπρέπεια της αγάπης που τους ενώνει. Βοηθάει τους νέους να δοκιμάσουν τη γοητεία του άλλου φύλου όχι σαν κάτι το σκοτεινό που πρέπει να βιωθεί έχοντας ως προκάλυμμα τον Θεό, αλλά αντίθετα ως μια δωρεά του Δημιουργού για να τη χαίρονται εφόσον τη ζουν σύμφωνα με την τάξη που ο Ίδιος θέλησε. Για τη θετική αυτή λειτουργία του έρωτα πάνω στην ανθρώπινη αγάπη, αναφέρεται και ο πάπας στην Εγκύκλιό του, όταν μιλά για την πορεία κάθαρσης του έρωτα που οδηγεί από την προσωρινή γοητεία στην «παντοτινή» του γάμου (αρ.4-5).
Αλλά η αναβάθμιση του έρωτα πρέπει να βοηθήσει και εμάς τους αφιερωμένους, άνδρες και γυναίκες. Αναφέρθηκα στην αρχή στον κίνδυνο που διατρέχουν οι ψυχές των αφιερωμένων προσώπων, που είναι η ψυχρή αγάπη, η οποία δεν κατεβαίνει ποτέ από τον νου στην καρδιά. Ένας χειμερινός ήλιος που φωτίζει αλλά δεν θερμαίνει. Αν ο έρωτας σημαίνει ορμή, επιθυμία, έλξη, δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματα, και ακόμα χειρότερα να τα περιφρονούμε και να τα καταστέλλουμε. Όταν πρόκειται για την αγάπη του Θεού – έγραφε ο Guglielmo di St. Thierry – το συναίσθημα της στοργής (affectio), είναι και αυτό χάρη. Πράγματι, η φύση δεν μπορεί να μας εμφυσήσει παρόμοιο συναίσθημα .
Οι Ψαλμοί είναι γεμάτοι από αυτή τη λαχτάρα για τον Θεό: «Σ’ εσένα Κύριε υψώνω την ψυχή μου…», «Η ψυχή μου διψά για τον Θεό, τον ζωντανό Θεό». «Δώσε λοιπόν προσοχή – λέει ο συγγραφέας της «Νεφέλης της μη γνώσης» - σ’ αυτό το θαυμαστό έργο της χάρης στην ψυχή σου. Αυτό δεν είναι παρά μια ξαφνική ώθηση που παρουσιάζεται χωρίς καμιά προειδοποίηση και οδηγεί κατευθείαν στον Θεό, σαν μια σπίθα που ελευθερώνεται από τη φωτιά… Χτύπησε αυτή την πυκνή νεφέλη της μη γνώσης με το ακονισμένο βέλος της επιθυμίας για αγάπη και μη κινηθείς από εκεί, οτιδήποτε και αν συμβεί». Αρκεί γι’ αυτό, μια σκέψη, μια κίνηση της καρδιάς, μια σύντομη προσευχή.
Αλλά όλα αυτά δεν αρκούν και τούτο ο Θεός το ξέρει καλύτερα από μας. Είμαστε πλάσματα, ζούμε στο χρόνο και μέσα σε ένα σώμα. Έχουμε ανάγκη από μια οθόνη πάνω στην οποία να προβάλλουμε την αγάπη μας που να μην είναι μόνο «η νεφέλη της μη γνώσης», δηλαδή το κάλυμμα πίσω από το οποίο κρύβεται ο Θεός που ποτέ κανείς δεν είδε και ο οποίος κατοικεί μέσα σε ένα απρόσιτο φως…
Γνωρίζουμε καλά την απάντηση που δίνεται στην ερώτηση αυτή: ακριβώς γι’ αυτό ο Θεός μας έδωσε τον πλησίον: για να τον αγαπούμε! «Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, ο Θεός μένει σ’ εμάς και η αγάπη του έχει ολοκληρωθεί μέσα μας… Όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του που βλέπει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό που δεν βλέπει» (Α! Ιω. 4,12.20). Ωστόσο οφείλουμε να προσέξουμε ώστε να μην υπερπηδήσουμε τον καθοριστικό κρίκο. Πριν από τον αδελφό που φαίνεται, υπάρχει κάποιος άλλος που επίσης μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε: υπάρχει ο Θεός που έγινε άνθρωπος, υπάρχει ο Ιησούς Χριστός: Μεταξύ του Θεού και του πλησίον, τώρα πια υπάρχει ο Λόγος που έγινε σάρκα και επανένωση τα δυο άκρα σε ένα μόνο πρόσωπο. Τώρα πια σ’ αυτόν βρίσκει το θεμέλιό της η ίδια η αγάπη του πλησίον: «Το έχετε κάνει σ’εμένα».
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την αγάπη του Θεού; Ότι το πρωταρχικό αντικείμενο του έρωτά μας, της αναζήτησής μας, της επιθυμίας, της έλξης, του πάθους, πρέπει να είναι ο Χριστός. «Στον Σωτήρα έχει προκαθοριστεί από μιας αρχής η ανθρώπινη αγάπη, ως το πρότυπό της και ο σκοπός της, ως μια κοσμηματοθήκη τόσο μεγάλη και πλατιά που να μπορεί να δεχθεί τον Θεό (…). Η επιθυμία της ψυχής θα πρέπει να στρέφεται μόνο στον Χριστό. Σ’ αυτόν είναι ο τόπος της ανάπαυσής της, γιατί Αυτός μόνο είναι το καλό, η αλήθεια και κάθε τι που εμπνέει αγάπη» . Αντηχεί πάντοτε και παντού μέσα την μοναστική πνευματικότητα το ρητό του αγίου Βενέδικτου: «Τίποτε απολύτως να μην προτάσσουμε στην αγάπη του Χριστού.
Τούτο δεν σημαίνει ότι περιορίζουμε τον ορίζοντα της χριστιανικής αγάπης από τον Θεό στον Χριστό. Σημαίνει ότι αγαπούμε τον Θεό με τον τρόπο που ο ‘Ίδιος θέλει να τον αγαπούμε. « Ο Θεός σας αγαπά επειδή εσείς με αγαπάτε» (Ιω. 16,27). Δεν πρόκειται για έμμεση αγάπη, σχεδόν μέσω πληρεξούσιου, δια της οποίας όποιος αγαπά τον Ιησού είναι σαν να αγαπά τον Πατέρα. Όχι, ο Ιησούς είναι ένας άμεσος μεσολαβητής. Αγαπώντας Αυτόν, αγαπούμε ταυτόχρονα και τον Πατέρα. «Όποιος βλέπει εμένα, βλέπει τον Πατέρα», όποιος αγαπά εμένα αγαπά τον Πατέρα.
Είναι αλήθεια πως ούτε ο Χριστός φαίνεται, αλλά υπάρχει. Είναι αναστημένος, είναι ζωντανός, είναι πραγματικά πιο κοντά μας από όσο ο ερωτευμένος σύζυγος είναι κοντά στη σύζυγό του. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: να σκεφτόμαστε τον Χριστό όχι σαν ένα πρόσωπο του παρελθόντος, αλλά ως τον αναστημένο και ζωντανό Κύριο, με τον οποίο μπορώ να μιλώ, μπορώ να ασπαστώ αν το θέλω, με τη σιγουριά ότι ο ασπασμός μου δεν τερματίζει στο χαρτί ή στο ξύλο ενός σταυρωμένου, αλλά στο πρόσωπο και στα χείλη ζωντανής σάρκας (αν και πνευματοποιημένης), που δέχονται με χαρά τον ασπασμό μου.
Η ομορφιά και η πληρότητα της αφιερωμένης ζωής εξαρτάται από την ποιότητα της αγάπης μας για τον Χριστό. Μόνο αυτή είναι ικανή να μας προφυλάξει από τις παρεκκλίσεις της καρδιάς. Ο Ιησούς είναι ο τέλειος άνθρωπος. Σ’ αυτόν υπάρχουν, σε βαθμό απείρως ανώτερο, όλες εκείνες οι αξίες και οι φροντίδες που ένας άνδρας αναζητεί σε μια γυναίκα και μια γυναίκα στον άνδρα. Η αγάπη του Χριστού δεν μας απαλλάσσει αναγκαστικά από την γοητεία των πλασμάτων και ιδιαίτερα από την έλξη του άλλου φύλου (τούτο είναι μέρος της φύσης μας που ο ίδιος ο Θεός έπλασε και δεν θέλει να καταστρέψει). Μας δίνει όμως τη δύναμη να νικούμε αυτή την έλξη με μια δυνατότερη έλξη. «Αγνός – γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας – είναι αυτός που διώχνει τον έρωτα με τον Έρωτα.
Καταστρέφουν άραγε όλα αυτά την δωρεάν αγάπη, θέλοντας να ανταποδώσουμε στον Θεό κάτι, σε αντάλλαγμα της καρδιάς του; Ακυρώνουν τη χάρη, όπως πιστεύει ο Nygren; Κατά κανένα τρόπο, απεναντίας την αναδεικνύει. Τι δίνουμε πράγματι δι’ αυτού του τρόπου στον Θεό, παρά αυτό που λάβαμε από Αυτόν; «Εμείς αγαπούμε διότι Εκείνος πρώτος μας αγάπησε» (Α! Ιω. 4,19). Η αγάπη που δίνουμε στον Χριστό είναι η ίδια η δική του αγάπη για μας, την οποία του επιστρέφουμε, όπως κάνει η ηχώ με τη φωνή.
Πού είναι λοιπόν η καινοτομία και η ομορφιά αυτής της αγάπης που ονομάζουμε έρωτα; Η ηχώ επιστρέφει στον Θεό την ίδια τη δική του αγάπη, αλλά εμπλουτισμένη, χρωματισμένη ή αρωματισμένη από την ελευθερία μας. Και είναι όλο αυτό που θέλει ο Θεός. Η ελευθερία μας ξεπληρώνει τα πάντα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, πράγμα ανήκουστο, γράφει ο N. Cabasilas: λαβαίνοντας από εμάς τη δωρεά της αγάπης, σε αντάλλαγμα για όλα αυτά που μας έδωσε, θεωρεί τον εαυτό του οφειλέτη μας» . Η θέση που αντιτάσσει τον έρωτα και την αγάπη βασίζεται σε μια άλλη, πολύ γνωστή αντίθεση, αυτή της χάρης και της ελευθερίας και μάλιστα βασίζεται στην ίδια την άρνηση της ελευθερίας του ανθρώπου που έχει εκπέσει (σκλαβωμένη θέληση).
Προσπάθησα να φανταστώ, σεβαστοί Πατέρες και αδελφοί, τι θα έλεγε ο αναστημένος Ιησούς, αν, - όπως έκανε κατά την επίγεια ζωή του όταν έμπαινε σε μια συναγωγή -, ερχόταν τώρα να σταθεί εδώ στη θέση μου για να μας εξηγήσει ο ίδιος προσωπικά ποια είναι η αγάπη που θα επιθυμούσε από εμάς. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας, με απλότητα, αυτό που πιστεύω ότι θα έλεγε. Θα μας χρησιμεύσει για να κάνουμε τη δική μας εξέταση συνειδήσεως πάνω στην αγάπη.
Ο Ιησούς θα μας έλεγε: Φλογερή αγάπη είναι:
Να με βάζεις πάντοτε στην πρώτη θέση.
Να προσπαθείς να με ευχαριστείς την κάθε σου στιγμή.
Να αντιπαραβάλλεις τις επιθυμίες σου με τη δική μου επιθυμία.
Να ζεις ενώπιόν μου ως φίλος, έμπιστος, σύζυγος και να νοιώθεις γι’ αυτό ευτυχισμένος.
Να ανησυχείς αν σκέπτεσαι να μείνεις για λίγο μακριά μου.
Να είσαι γεμάτος ευτυχία όταν είμαι μαζί σου.
Να προτιμάς να ζεις μαζί μου φτωχός και άγνωστος, παρά πλούσιος κι διάσημος χωρίς εμένα.
Να μου μιλάς ως τον πιο αγαπημένο φίλο κάθε στιγμή.
Να έχεις εμπιστοσύνη σε μένα όταν κοιτάζεις το μέλλον.
Να θέλεις να χάνεσαι σ’ εμένα ως τον σκοπό της ύπαρξής σου.
Αν σεβαστοί Πατέρες, αδελφοί και αδελφές, φαίνεται σ’ εσάς, όπως και σ’ εμένα, ότι είμαστε ακόμα μακριά από αυτό τον στόχο, ας μην αποθαρρυνόμαστε. Έχουμε Κάποιον, που μπορεί να μας βοηθήσει να φθάσουμε σ’ αυτό τον στόχο, αν του το ζητήσουμε. Ας απευθυνόμαστε με πίστη στο Άγιο Πνεύμα με την σύντομη προσευχή: «Έλα, Πνεύμα άγιο, γέμισε τις καρδιές των πιστών σου και άναψε σ΄αυτούς τη φωτιά της αγάπης σου».
Padre Cantalamessa
Για την Ελληνική απόδοση:
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)