Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Επέτειος πενήντα χρόνων από την ιερατική χειροτονία του π. Μάρκου Βιδάλη (26-12-2011)

Ομιλία Πέτρου Ανδριώτη στο γεύμα της ως άνω επετείου

Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Αν και δεν είμαι αδελφός εξ αίματος με τον π. Μάρκο, νομίζω ότι νομιμοποιούμαι να πω δυο λόγια σήμερα για ένα σημαντικό για μένα λόγο: ίσως είμαι ο άνθρωπος με τη μακροβιότερη φιλία μαζί του. Σήμερα λοιπόν εγώ χαίρομαι διπλά: πρώτα για τα πενήντα χρόνια ιερατείου του φίλου μου και κατόπιν για τα 60 χρόνια φιλίας μαζί του. Έτσι είναι, εφέτος συμπληρώνουμε 60 χρόνια φιλίας! Λίγο σπάνιο σε μια ζωή τόσο σύντομη του ανθρώπου.

Γνωστά σε όλους τα λίγα πράγματα που θα πω. Μου είναι όμως αδύνατο να σιωπήσω στη μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή εορτή . Μια φορά γιορτάζει ένας ιερέας πενήντα χρόνια ιεροσύνης.

Σήμερα στον Άγιο Διονύσιο, εορτάσαμε με επισημότητα, τον ιερέα, τον απόστολο, τον εκπρόσωπο του Χριστού στη γη.

Εδώ, σ΄αυτό το εστιατόριο, θα πρότεινα να γιορτάσουμε και το Μάρκο, το γιο του μπάρμπα Φρατζέσκου του Καρκαβέλα και της άμια Αντώνιας, τον πρώτο από τα 13 αδέρφια, τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από την αίγλη, το κύρος, την επισημότητα και την ιερότητα της ιεροσύνης.

Ποιος ήταν και είναι ακόμη ο Μάρκος, ο αδερφός και αγαπημένος φίλος; Ήταν ακριβώς ένα πιστό αντίγραφο του Χριστού. όπως ο Χριστός, αν και Θεός, εξισώθηκε με τον τελευταίο από τους αδελφούς του μέσα στη φτωχή καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής μας, έτσι και ο Μάρκος αν και ιερέας με ύψιστη αποστολή, σε όλη τη διαδρομή των πενήντα χρόνων ιεροσύνης, σχεδόν απέκρυπτε την ιδιότητά του αυτή και συναναστράφηκε τους άλλους με την ανθρώπινη ιδιότητά του. Πριν από όλα ήταν και είναι άνθρωπος:

Πλησίαζε ταπεινά και αυθόρμητα τους άλλους χωρίς διόλου να προβάλλει το υψηλό αξίωμά του.

Προτιμούσε και προτιμά να συναναστρέφεται με απλούς, φτωχούς, μετανάστες, περιθωριακούς…με ιδιαίτερη αδυναμία προς τους μαύρους και τους Αλβανούς…Το ίδιο έκανε και ο Χριστός: οι μαθητές του και μόνιμοι σύντροφοί του, ήταν ψαράδες, οι απλοί, οι αμαρτωλοί και γενικά οι δεινοπαθούντες ήταν η προτίμησή του.

Ο Μάρκος ήταν και είναι συμπονετικός και ευσυγκίνητος. Δάκρυζε και δακρύζει με το παραμικρό και ιδιαίτερα εμπρός στον πόνο και τη συμφορά οποιουδήποτε ανθρώπου. Γνωστή είναι και η ευαισθησία και η φροντίδα του για τα ζώα.

Ο Μάρκος ζει, κινείται, μιλάει, κλαίει, διηγείται ανέκδοτα με πολύ απλότητα και ανθρώπινη ζεστασιά που εντυπωσιάζει και προκαλεί τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η εμφάνισή του στην εκπομπή «πάμε πακέτο» φανέρωσε και στο Πανελλήνιο τα βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα του π. Μάρκου.

Ο γνήσιος, ο αυθεντικός και ανεπιτήδευτος άνθρωπος- ιερέας π. Μάρκος, είναι από τους συμπαθέστερους ιερείς μας, γιατί όλη η προσωπικότητά του είναι γέφυρα επικοινωνίας με τους ανθρώπους.

Όμως δεν είναι κατάλληλη η στιγμή για περισσότερα. Ζητώ συγνώμη αν σας κούρασα. Απευθυνόμενος ειδικά στα αδέρφια του π. Μάρκου, ένα μόνο θέλω να προσθέσω: Να είστε υπερήφανοι που έχετε ένα τόσο πλούσιο σε συναισθήματα, ταπεινό, και τρυφερό αδερφό που επέλεξε να γίνει ιερέας για να δώσει τον πλούτο της ανθρώπινης και ευαγγελικής αγάπης του όχι μόνο σ΄εσάς, αλλά σε κάθε άνθρωπο που είχε και θα έχει την τύχη να τον συναντήσει.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα προβλήματα της κοινωνίας δεν μειώθηκαν. Με νέα επιτακτικότητα, θέτουν τα ερωτήματα που αναφέρονται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή: ποιες είναι οι αξίες μας, ποια είναι τα σημεία αναφοράς μας; Με τι ακριβώς ασχολούμαστε; Πώς θέλουμε να ζήσουμε στο μέλλον;
Βλέπουμε καθαρά ότι ο κόσμος κινδυνεύει σήμερα να βυθιστεί στην άβυσσο. Ότι ένα οικονομικό σύστημα απαλλαγμένο από δικλείδες προστασίας, μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα ληστρικό καπιταλισμό που εξαφανίζει ανεκτίμητες αξίες. Ότι το να ζούμε τρέχοντας και κάτω από μεγάλη πίεση, όχι μόνο μας κατακουράζει, αλλά μας κάνει να χάνουμε τα σημεία αναφοράς μας. Ότι δίπλα σε μια κοινωνία που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αναπτύσσεται επίσης μια κοινωνία απροσανατόλιστη που δεν παραδέχεται πια σήμερα αυτό που της φαινόταν ακόμη σωστό μέχρι χθες, και αύριο θα θεωρήσει σωστό αυτό που σήμερα θεωρείται λάθος.
Βλέπουμε να εμφανίζονται συμπτώματα που παίρνουν διαστάσεις μαζικών φαινομένων, νέες μανίες και πάθη όπως τα τυχερά παιχνίδια και η πορνογραφία. Μέσα στην τρέλα της βελτιστοποίησης που κατέλαβε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, βλέπουμε να εμφανίζεται ένα στρες στην εργασία τους, από το οποίο πρακτικά δεν μπορούν να βγουν.
Εξάλλου οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση παιδιών που υποφέρουν από την απώλεια οικογενειακών σχέσεων. Και την κυριαρχία των ΜΜΕ που ανέπτυξαν μια κουλτούρα σπασίματος των ταμπού, αποκτήνωσης και ηθικής αποβλάκωσης. Έχουμε και τις «υπηρεσίες» των ηλεκτρονικών μέσων που θα μπορούσαν να χειραγωγήσουν και να καταστρέψουν τις ανθρώπινες ιδιότητές μας.
Άγιε Πατέρα, η Εκκλησία προσέφερε πάντοτε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των πολιτισμών. Αλλά σήμερα, σε πολλές χώρες, διαχέεται μια στάση απαξίωσης και ολοένα πιο συχνά, μια στάση μίσους απέναντι στην χριστιανική θρησκεία. Τι ακριβώς συνέβη;

Από τη μια μεριά, η εξέλιξη της «προοδευτικής» σκέψης των μοντέρνων χρόνων και της επιστήμης, δημιούργησε ένα πνεύμα ικανό να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι «η υπόθεση του Θεού», - για να επαναλάβουμε την έκφραση του Laplace -, είναι περιττή. Σήμερα ο άνθρωπος νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό ίδιος μόνος του όλα όσα, άλλοτε, ανέμενε από τον Θεό και μόνο από Αυτόν. Μέσα σε αυτό το μοντέλο σκέψης, υποτίθεται επιστημονικό, τα πράγματα της πίστης εμφανίζονται αρχαϊκά, μυθικά, σαν να ανήκουν σε ένα ξεπερασμένο πολιτισμό. Συνεπώς η θρησκεία, - τουλάχιστο η χριστιανική -, θεωρείται ως ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Τον 18ο αιώνα, ήδη ο Διαφωτισμός, βεβαίωνε πως μια μέρα ο Πάπας, αυτός ο Δαλαϊλάμα της Ευρώπης, θα πρέπει να εκλείψει. Ο Διαφωτισμός αισθανόταν ότι όφειλε να εξαλείψει οριστικά αυτές τις οπισθοδρομήσεις που ανάγονται σε μύθο.

Είναι άραγε πρόβλημα εξουσίας που οφείλεται στο γεγονός ότι μια φιλελεύθερη κοινωνία δεν ανέχεται πια ουδεμία κριτική; Είτε είναι επίσης πρόβλημα επικοινωνίας που συνδέεται με το γεγονός ότι η Εκκλησία, με τις φαινομενικά παραδοσιακές αξίες της, με τις έννοιες όπως αμαρτία, τύψεις, μεταστροφή, κτλ, δεν έχει πια κανένα μήνυμα να μεταδώσει;

Θα έλεγα ότι είναι και τα δυο. Αυτή η σκέψη που είχε τόση επιτυχία και η οποία περιέχει πολλά σωστά πράγματα, μετέβαλε τον θεμελιώδη προσανατολισμό του ανθρώπου σε σχέση με την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος δεν αναζητεί πια το μυστήριο, το θείο, απεναντίας, πιστεύει ότι η επιστήμη θα καταφέρει οπωσδήποτε μια μέρα να αποκρυπτογραφήσει όλα όσα δεν κατανοούμε μέχρι σήμερα. Δεν είναι παρά ζήτημα χρόνου να θέσει υπό τον έλεγχό του τα πάντα.

Έτσι το κριτήριο επιστημονικότητας έγινε το υπέρτατο κριτήριο. Πρόσφατα, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ από το να γελάσω όταν άκουσα στην τηλεόραση πως αποδείχτηκε πια επιστημονικά ότι η τρυφερότητα των μητέρων ήταν ωφέλιμη στα παιδιά. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς παράλογες τις μελέτες αυτές, ή ότι στηρίζονται σε μια εσφαλμένη, λαϊκίστικη και παιδική αντίληψη της επιστήμης, αλλά τούτο φανερώνει επίσης ένα μοντέλο σκέψης όπου η πίστη στο μυστήριο, στη δράση του Θεού, με μια λέξη όλη η θρησκευτική διάσταση της ανθρώπινης ζωής, θεωρούνται ξεπερασμένα ως μη επιστημονικά και δεν έχουν πια καμιά θέση στη ζωή μας. Είναι η μια άποψη των πραγμάτων.

Και η άλλη;

Η άλλη είναι ακριβώς ότι η επιστήμη ανακαλύπτει ξανά τα όριά της, ότι πολλοί επιστήμονες αναρωτιούνται εκ νέου για τη προέλευση όλων αυτών και ότι συνεπώς οφείλουμε να θέσουμε ξανά το ρώτημα αυτό. Τούτο διευκολύνει μια νέα κατανόηση της θρησκευτικότητας του ανθρώπου. Δηλαδή ως ένα φαινόμενο που δεν είναι μυθολογικής ή αρχαϊκής φύσης, αλλά θεμελιώνεται στην εσωτερική συνοχή του λόγου, με τον ίδιο τρόπο που το Ευαγγέλιο θέλησε και διακήρυξε με ακρίβεια την πίστη.

Αλλά όπως έχω ήδη πει, η θρησκευτικότητα οφείλει να βρει τρόπους να αναγεννηθεί μέσα σε αυτό το ευρύ περιβάλλον και ταυτόχρονα νέες μορφές έκφρασης και κατανόησης. Για τον σημερινό άνθρωπο δεν είναι πια εύκολο να κατανοήσει ότι το αίμα που έχυσε ο Χριστός πάνω στο σταυρό είναι μια εξιλέωση για τις αμαρτίες του. Αυτές είναι σημαντικότατες διατυπώσεις, φορτωμένες με αλήθεια, αλλά δεν έχουν πια θέση, από μόνες τους, μέσα σε όλη τη δομή σκέψης μας και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Πρέπει να τις ερμηνεύσουμε και να τους δώσουμε μια νέα δυνατότητα κατανόησης. Οφείλουμε π.χ. να κατανοήσουμε εκ νέου ότι το κακό πρέπει να καταστεί αντικείμενο αληθινής μελέτης. Δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο να το απωθήσουμε ή να το ξεχάσουμε. Πρέπει να μελετηθεί και να μεταβληθεί εκ των έσω.

Αυτό τι σημαίνει;

Τούτο σημαίνει ότι η εποχή μας ζητεί αληθινά έναν νέον ευαγγελισμό. Πρέπει να αναγγείλουμε το Ευαγγέλιο με τη μεγάλη αμετάβλητη ορθολογικότητά του, αλλά επίσης με τη δύναμη του που ξεπερνά την ορθολογικότητα, ώστε να πάρει ξανά τη θέση του μέσα στη σκέψη μας και στην κατανόησή μας.

Όποιες μεταμορφώσεις και αν υποστεί, ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε ο ίδιος. Δεν θα υπήρχαν τόσοι θρησκευόμενοι πιστοί, αν οι άνθρωποι δεν είχαν πάντοτε στο βάθος της καρδιάς τους την ακόλουθη αίσθηση: ναι, αυτό που λέγεται μέσα στη θρησκεία, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη. Η επιστήμη μόνη της, με τον τρόπο που απομονώνεται και αποκτά την αυτονομία της, δεν καλύπτει την ολότητα της ζωής μας. Είναι ένας τομέας που μας προσφέρει πολύτιμες και μεγάλες υπηρεσίες, αλλά για να πετύχει τούτο, είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να παραμείνει άνθρωπος.

Είδαμε καθαρά ότι η πρόοδος, ασφαλώς συνέβαλε στην ανάπτυξη των ικανοτήτων μας, αλλά όχι και στην περεταίρω ανάπτυξη του μεγαλείου μας και της ανθρωπιάς μας. Πρέπει να βρούμε ξανά μια εσωτερική ισορροπία καθώς επίσης και να αναπτυχθούμε πνευματικά: τούτο το βλέπουμε, ολοένα και περισσότερο, μέσα στις μεγάλες δυσκολίες της εποχής μας. Ακόμη και κατά τις πολυάριθμες συναντήσεις μου με τους μεγάλους αρχηγούς Κρατών, αισθάνομαι έντονα το γεγονός ότι ο κόσμος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη δύναμη της θρησκευτικής αυθεντίας.

Πριν μιλήσουμε για τα προβλήματα της Καθολικής εκκλησίας και για το μέλλον της Εκκλησίας, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι είναι η Εκκλησία, αυτός ο «πνευματικός οργανισμός», όπως τον είχατε κάποτε αποκαλέσει. Σε μια ομιλία σας, είχατε επαναλάβει μια φράση του Παύλου 6ου, ο οποίος έλεγε ότι αγαπά την Εκκλησία σε τέτοιο βαθμό που επιθυμεί διαρκώς «να την σφίγγει στην αγκαλιά του, να την ασπάζεται, να την αγαπά». Και επεξηγώντας τη φράση αυτή ο πάπας προσέθετε: «θα ήθελα τέλος πάντων να καταλάβω την Εκκλησία στην ολότητά της: την ιστορία της, το σχέδιό της για θεία σωτηρία, τον τελικό προορισμό της, την πολυπλοκότητά της». Ο Παύλος 6ος κατέληγε με τις εξής λέξεις: «το μυστηριώδες σώμα του Χριστού».

Με τα λόγια αυτά, ο Παύλος 6ος, επανέλαβε αυτό που ανέπτυξε ο Άγιος Παύλος που όρισε την Εκκλησία ως τη μόνιμη ενσάρκωση, ως ζωντανό οργανισμό. Ο απόστολος Παύλος δεν αντιλαμβανόταν την Εκκλησία ως έναν θεσμό, ως μιαν οργάνωση, αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό μέσα στον οποίο οι χριστιανοί δρουν όλοι μαζί και με αλληλεπίδραση μεταξύ τους στο μέτρο που είναι ενωμένοι με τον Χριστό. Είναι μια εικόνα που έχει βάθος και είναι πολύ ρεαλιστική, κυρίως διότι πιστεύουμε ότι στην Ευχαριστία λαβαίνουμε πραγματικά τον Χριστό, τον Αναστημένο. Και αν ο καθένας λαβαίνει τον ίδιο τον Χριστό, είμαστε όλοι πολύ καλά συναγμένοι μέσα σε αυτό το νέο αναστημένο σώμα, μέσα στον ευρύ χώρο μιας νέας ανθρωπότητας. Αυτό είναι σημαντικό να το καταλάβουμε για να μην αντιλαμβανόμαστε την Εκκλησία ως έναν μηχανισμό που οφείλει να κάνει κάθε τι το δυνατό – χωρίς να αρνούμαστε αυτόν τον μηχανισμό στο πλαίσιο ορισμένων ορίων – αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό ο οποίος πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό.

Σε πολλές χώρες, ενώσεις λαϊκών, μάχονται για μιαν ανεξαρτησία έναντι της Ρώμης και για μιαν ιδιάζουσα Εκκλησία, εθνική και δημοκρατική. Έτσι το Βατικανό εμφανίζεται ως μια δικτατορία, ο πάπας ως ένας άνθρωπος που επιβάλλει τις απόψεις του με αυταρχικό τρόπο. Εξετάζοντας δε την κατάσταση προσεκτικότερα, παρατηρούμε ότι η αύξηση των κεντρόφυγων δυνάμεων είναι μεγαλύτερη από εκείνη των ομόκεντρων, ότι η απείθεια προς τη Ρώμη είναι μεγαλύτερη από την αλληλεγγύη με τη Ρώμη. Αυτή η πάλη προσανατολισμού, που διαρκεί από δεκαετίες, δεν προκάλεσε επίσης εδώ και πολύν καιρό ένα είδος σχίσματος στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας;

Καταρχάς θα έλεγα ότι ο πάπας δεν έχει τη δύναμη να πετύχει κάτι με τη βία. Η «δύναμή» του εξαρτάται αποκλειστικά από μια πεποίθηση που κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι εξαρτώνται οι μεν από τους δε και ότι ο πάπας είναι επιφορτισμένος με μιαν αποστολή την οποία δεν επωμίστηκε με δική του πρωτοβουλία. Μόνο αυτή η πεποίθηση επιτρέπει σ΄αυτό το σύνολο να λειτουργήσει. Μόνο αυτή η πεποίθηση επιτρέπει επίσης στην Εκκλησία να ζει σε κοινωνία. Λαβαίνω πολλές επιστολές, τόσο από απλούς ανθρώπους όσο και από προσωπικότητες ανωτάτου επιπέδου, που μου λένε: «Δεν είμαστε παρά ένα με τον πάπα, είναι για μας ο βικάριος του Χριστού και ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου. Να είστε βέβαιος ότι πιστεύουμε και ότι ζούμε σε κοινωνία μαζί σας».

Εννοείται ότι υπάρχουν – και τούτο δεν είναι χθεσινό φαινόμενο – δυνάμεις κεντρόφυγες, μια τάση να διαμορφωθούν εθνικές Εκκλησίες και ορισμένες πράγματι εμφανίστηκαν. Αλλά ακριβώς σήμερα, μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, μέσα στην αναγκαιότητα μιας εσωτερικής παγκόσμιας κοινότητας, είναι πολύ εμφανές ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τάσεις αναχρονιστικές.

Είναι φανερό ότι μια Εκκλησία δεν μπορεί να αναπτυχθεί όταν απομονώνεται και περιορίζεται στο εθνικό επίπεδο κλείνοντας τον εαυτό της μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτισμικό χώρο και δίνοντας σ΄αυτόν απόλυτη αξία. Η Εκκλησία όμως έχει ανάγκη από ενότητα, έχει ανάγκη από αυτό που ονομάζουμε πρωτείο.

Μου προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δήλωση του Ρώσου ορθοδόξου θεολόγου John Meyendorff, που ζει στην Αμερική, ότι το αυτοκέφαλο των ορθοδόξων Εκκλησιών συνιστά το μεγαλύτερό τους πρόβλημα. Θα είχαμε ανάγκη, έλεγε, ενός πρώτου, ενός πριμάτου. Αυτό συζητείται και μέσα σε άλλες χριστιανικές κοινότητες. Τα προβλήματα της μη Καθολικής χριστιανοσύνης, είτε αυτά είναι θεολογικά είτε πραγματιστικά, οφείλονται εν πολλοίς στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα όργανο που να εξασφαλίζει την ενότητά της. Είναι λοιπόν σαφές ότι ένα όργανο αυτού του τύπου είναι αναγκαίο. Και ασφαλώς αυτό δεν θα ενεργεί με δικτατορικό τρόπο αλλά δια της εσωτερικής κοινωνίας της πίστης. Βέβαια οι κεντρόφυγες τάσεις δεν θα εκλείψουν, αλλά η εξέλιξη, η γενική κατεύθυνση της ιστορίας, μας το λένε: η Εκκλησία έχει ανάγκη ενός οργάνου για να εξασφαλίζει την ενότητα.

Κατά τις δεκαετίες που μας προηγήθηκαν, καμιά ποιμαντική εμπειρία μέσα στις πολυάριθμες εκκλησιαστικές Επαρχίες δεν απορρίφτηκε στην πράξη μέσα στην προσπάθεια για «εκμοντερνισμό» της Εκκλησίας. Αν δεχτούμε την κριτική που εξέφρασε ο φιλόσοφος Rudiger Safranski, η Εκκλησία είχε μεταβληθεί σε «ένα ψυχρό θρησκευτικό σχέδιο», σε ένα «μίγμα κοινωνικής ηθικής, θεσμικής αντίληψης της εξουσίας, ψυχοθεραπείας, τεχνικών περισυλλογής, μουσειακής υπηρεσίας, πολιτιστικής διαχείρισης και κοινωνικού έργου». Σύμφωνα με τους κριτικούς, θέλοντας να μιμηθεί όλους τους άλλους, ο χριστιανικός λαός έπαψε να αντιλαμβάνεται ότι η πίστη φυτρώνει πάνω σε εντελώς διαφορετικές ρίζες από εκείνες των δυτικών κοινωνιών της καλοπέρασης. Στο μεταξύ πολλοί θεολόγοι και ιερείς έχουν τόσο απομακρυνθεί από την θεμελιώδη γραμμή της Εκκλησίας, ώστε συχνά είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς σ΄αυτούς ένα Καθολικό προφίλ.
Τι δεν λειτούργησε σωστά;

Είναι ακριβώς οι διαλυτικές δυνάμεις που δρουν μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Σ΄αυτές προστίθεται η θέληση να προσεγγιστεί το κοινό. ΄Η ακόμη η επιθυμία να βρεθεί μια οποιαδήποτε νησίδα, μια παρθένα γη στην οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε μορφή κατά το δοκούν. Υπάρχουν κατόπιν δυο δυνατότητες: ή θα στραφούμε στον πολιτικό μοραλισμό, όπως στην περίπτωση της θεολογίας της απελευθέρωσης και σε άλλες εμπειρίες για να δώσουμε ένα είδος επικαιρότητας στον χριστιανισμό, ή θα μετακινηθούμε προς την ψυχοθεραπεία και την άνεση, δηλαδή προς μορφές όπου η θρησκεία ταυτίζεται με μια πρακτική που στοχεύει σε μια μορφή συνολικής άνεσης.

Η αιτία όλων αυτών των προσπαθειών βρίσκεται στην εγκατάλειψη της αληθινής ρίζας: της πίστης. Αυτό που στη συνέχεια απομένει – το περιγράψατε πολύ καλά με τις αναφορές σας – είναι σχέδια που έγιναν από ανθρώπους, τα οποία ίσως έχουν μια περιορισμένη υπαρξιακή αξία, αλλά δεν δημιουργούν πειστική κοινωνία με τον Θεό και δεν μπορούν επίσης να ενώσουν μόνιμα τους ανθρώπους αναμεταξύ τους. Είναι νησίδες πάνω στις οποίες εγκαθίστανται κάποια άτομα και είναι ουσιαστικά εφήμερες διότι, καθώς είναι πολύ γνωστό, η μόδα αλλάζει.

Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε αναγκασμένοι να θέσουμε το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν, σε πολλές χώρες της Δύσης, όλοι οι μαθητές να σπουδάζουν επί σειράν ετών την Καθολική θρησκεία αλλά χωρίς να γνωρίζουν τελικά τα βασικά χαρακτηριστικά του Καθολικισμού; Και όλα αυτά συμβαίνουν κάτω από την ευθύνη των εκκλησιαστικών Επαρχιών.

Είναι ένα ερώτημα που θέτω και εγώ στον εαυτό μου. Στη Γερμανία, κάθε παιδί από εννέα μέχρι 13 ετών, παρακολουθεί μαθήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης. Πώς γίνεται και η εκπαίδευση αυτή αφήνει τόσο λίγα ίχνη στους νέους; Είναι ακατανόητο. Στο σημείο αυτό οι Επίσκοποι οφείλουν πράγματι να μελετήσουν σοβαρά τον τρόπο που θα μπορεί να δώσει ένα νέο πνεύμα, μια νέα μορφή και αποτελεσματικότητα στην κατήχηση.

Στα θρησκευτικά ΜΜΕ επίσης έχει φωλιάσει μια «κουλτούρα αμφιβολίας» που σήμερα θεωρείται «chic». Έτσι, άρθρα ολόκληρα επαναλαμβάνουν, χωρίς κριτικό πνεύμα, τα συνθήματα που προέρχονται από την τακτική κριτική κατά της Εκκλησίας. Υπάρχουν Επίσκοποι, που ακολουθούν τους συμβούλους τους στα ΜΜΕ οι οποίοι τους συνιστούν να διατηρούν χαμηλό προφίλ προκειμένου να προφυλάξουν την φιλελεύθεροι εικόνα τους. Επιπλέον, μεγάλοι όμιλοι ΜΜΕ, που ανήκουν στην Εκκλησία απαλείφουν τα θρησκευτικά βιβλία από τον επίσημο κατάλογό τους… Δεν είναι λοιπόν προβληματικό να θέλουμε ακόμη να μιλούμε με πειστικό τρόπο για τον νέο ευαγγελισμό;

Είναι φαινόμενα που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε παρά με θλίψη. Υπάρχουν πράγματι κατά κάποιον τρόπο επαγγελματίες Καθολικοί που ζουν από την ιδιότητά τους ως Καθολικοί, αλλά η πηγή της πίστης δεν επηρεάζει παρά ελάχιστα την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Οφείλουμε αληθινά να φροντίσουμε ώστε αυτό να αλλάξει. Παρατηρώ την Ιταλία – όπου οι θρησκευτικές θεσμικές επιχειρήσεις είναι πολύ λιγότερες – ότι παίρνονται πρωτοβουλίες όχι επειδή η Εκκλησία οργανώνει κάτι ως θεσμός, αλλά επειδή υπάρχουν χριστιανοί με βαθιά πίστη. Τα αυθόρμητα κινήματα δεν γεννιούνται από έναν θεσμό, αλλά από μια πίστη αυθεντική.

Η Εκκλησία οφείλει να βρίσκεται πάντοτε εν δράσει, να είναι διαρκώς «σε πορεία.» Ο πάπας δεν αναρωτιέται επίσης αν, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι σωστό να προσπαθεί να εμποδίσει αυτά τα ακαταμάχητα φαινόμενα, αφού απλά ανταποκρίνονται στην αναγκαία πολιτισμική διαδικασία την οποία η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί;

Εννοείται ότι θα πρέπει πάντοτε να ερευνούμε αν, ακόμη και όσα στο παρελθόν θεωρήθηκαν κατ΄αυσίαν χριστιανικά, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά έκφραση μιας συγκεκριμένης εποχής. Με μια λέξη: ποιο είναι πραγματικά το ουσιώδες; Τούτο σημαίνει ότι πρέπει πάντοτε να επανερχόμαστε στο Ευαγγέλιο και στην πίστη για να εξακριβώσουμε: πρώτον, αυτό που αποτελεί μέρος αυτών, δεύτερον, αυτό που εύλογα αλλάζει στην πορεία του χρόνου, τρίτον, αυτό που δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του Ευαγγελίου και της πίστης. Το αποφασιστικό σημείο, σε τελική ανάλυση, είναι να προβαίνουμε πάντοτε σε σωστή διάκριση.

Πάπας Βενέδικτος 16ος
Από τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald τον Ιούλιο του 2010
Σελίδες 177- 187 του βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις bayard

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Η ολική καταστροφή

Η κρίση της Εκκλησίας και η κρίση της εκκοσμίκευσης είναι δυο σημερινές πραγματικότητες. Η πρώτη ίσως είναι μεγάλη, όμως η δεύτερη μοιάζει όλο και περισσότερο με μια μόνιμη συνολική καταστροφή.
Η κλιματική αλλαγή διευρύνει την τροπική ζώνη, ανεβάζει τη στάθμη των θαλασσών, λιώνει τον βόρειο πόλο, μεγαλώνει την τρύπα του όζοντος. Ζούμε τραγωδίες όπως η καταστροφή από το πετρέλαιο στον κόλπο του Μεξικού, οι τεράστιες πυρκαγιές, οι άνευ προηγουμένου καταστροφικές πλημμύρες, τα αναπάντεχα κύματα καύσωνα, και οι περίοδοι ξηρασίας. Ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Ban Ki-moon, ήδη το Νοέμβριο του 2007, ενώπιον της συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, δήλωνε ότι η κατάσταση του πλανήτη Γη συνιστούσε έναν «έσχατο κίνδυνο». Επιτροπή έρευνας του ΟΗΕ βεβαίωνε ότι δεν έμεναν στην ανθρωπότητα παρά λίγες δεκαετίες πριν φθάσουμε σε σημείο χωρίς επιστροφή όπου θα είναι πλέον αργά για να μπορούμε να ελέγξουμε με τις δικές μας δυνάμεις τα προβλήματα που ανακύπτουν από την υπερβολική χρήση της τεχνολογίας. Και μάλιστα πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι έχουμε ήδη φθάσει στο σημείο αυτό.
«Ο Θεός είδε τα δημιουργήματά του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά» (Γεν. 1,31), αναφέρει το βιβλίο της Γένεσης. Μπορούμε λοιπόν να φοβόμαστε για την κατάσταση που στο μεταξύ πήρε αυτό το όνειρο του πλανήτη. Το ερώτημα είναι το ακόλουθο: μήπως η γη πολύ απλά δεν αντέχει τις τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης του είδους μας; Μήπως δεν είναι ίσως φτιαγμένη για να κατοικούμε σ΄αυτήν μονίμως;… Ή οι ενέργειές μας προς αυτόν τον πλανήτη,
είναι πολύ κακές;

Το ότι δεν θα παραμείνουμε εδώ αιώνια, μας το λένε τόσο η Αγία Γραφή όσο και η εμπειρία μας. Αλλά ασφαλώς υπάρχει και κάτι που δεν κάνουμε καλά. Και πιστεύω ότι εδώ τίθεται όλο το ζήτημα της έννοιας της προόδου. Η μοντέρνα εποχή αναζήτησε το δρόμο της μέσα από τις βασικές έννοιες της προόδου και της ελευθερίας. Αλλά τι σημαίνει πρόοδος; Διαπιστώνουμε σήμερα ότι η πρόοδος ίσως μπορεί να είναι καταστροφική. Για τον λόγο αυτόν, οφείλουμε να λάβουμε τα μέτρα μας ώστε ο πρόοδος να είναι πράγματι πρόοδος.
Η έννοια της προόδου, στο ξεκίνημά της, είχε δυο όψεις: από τη μια, ήταν μια πρόοδος της γνώσης. Εννοούσαν με αυτό να γνωρίσουν την πραγματικότητα. Είναι αυτό που συνέβη και μάλιστα σε απίστευτο βαθμό, χάρη, μεταξύ άλλων, και στο συνδυασμό της μαθηματικής αντίληψης του κόσμου και των πειραματισμών. Έτσι σήμερα είμαστε ικανοί να ανασυνθέσουμε το DNA, τη δομή της ζωής, καθώς επίσης τη δομή της λειτουργίας ολόκληρης της πραγματικότητας – σε σημείο που είμαστε ικανοί να την επανασυνδέσουμε εν μέρει και να αρχίσουμε ήδη να δημιουργούμε, εμείς οι ίδιοι, τη ζωή. Στο επίπεδο αυτό, η πρόοδος αυτή προσέφερε στον άνθρωπο νέες δυνατότητες.

Η βασική ιδέα ήταν: πρόοδος είναι η γνώση.

Και η γνώση είναι δύναμη. Δηλαδή μπορώ να διαθέσω αυτό που γνωρίζω. Η γνώση έφερε τη δύναμη, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δύναμη που έχουμε στα χέρια μας μπορεί επίσης να καταστρέψει τον κόσμο του οποίου πιστεύουμε ότι ανακαλύψαμε τα μυστικά.
Καθίσταται έτσι φανερό ότι, από τον συνδυασμό που γνωρίζουμε σήμερα, αυτόν δηλαδή της προόδου ως γνώση και δύναμη, απουσιάζει μια ουσιαστική όψη: η όψη του καλού. Το ερώτημα είναι: τι είναι καλό; Που η γνώση οφείλει να οδηγήσει τη δύναμη; Αρκεί μόνο να μπορούμε να διαθέτουμε τα πράγματα, ή πρέπει να θέσουμε το ζήτημα εσωτερικών κριτηρίων, αυτού που είναι καλό για τον άνθρωπο, για τον κόσμο; Ιδού, κατά τη γνώμη μου, αυτό που δεν συνέβη σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι, η ηθική όψη, από την οποία εξαρτάται η ευθύνη απέναντι στον Δημιουργό, κατά βάθος απουσιάζει ευρύτατα. Αν ασκούμε αποκλειστικά και μόνο τη δύναμή μας χάρη στη γνώση μας, αυτό το είδος προόδου αποβαίνει πράγματι καταστροφικό.

Ποιές συνέπειες τούτο θα έπρεπε να έχει σήμερα;

Θα έπρεπε σήμερα να προβούμε σε μια βαθιά εξέταση συνείδησης. Τι είναι πράγματι η πρόοδος; Είναι πρόοδος η δύναμη να μπορούμε να καταστρέφουμε; Είναι πρόοδος να μπορούμε να κατασκευάζουμε, να επιλέγουμε και να εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι ανθρώπινα όντα; Με ποιο τρόπο μπορούμε να ελέγχουμε την πρόοδο από πλευράς ηθικής και ανθρώπινης;
Αλλά δεν είναι μόνο τα κριτήρια της προόδου που οφείλουμε να λαβαίνουμε υπόψη σήμερα. Εκτός της γνώσης και της προόδου, τίθεται επίσης και το ζήτημα της θεμελιώδους αντίληψης του σύγχρονου κόσμου για την ελευθερία: ελευθερία υπό την έννοια ότι είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε τα πάντα.
Από την αντίληψη αυτή, προκύπτει ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη δεν μπορεί να διασπαστεί. Δηλαδή, ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε, οφείλουμε επίσης να το κάνουμε. Κάθε άλλη τοποθέτηση θα ήταν αντίθετη στην ελευθερία.
Είναι άραγε τούτο αληθές; Πιστεύω ότι δεν είναι. Διαπιστώνουμε ωστόσο την τερατώδη διάσταση που προσέλαβε η δύναμη του ανθρώπου. Ενώ δεν αναπτύχθηκαν παράλληλα οι ηθικές του δυνατότητες. Η ανισότητα αυτή αντανακλάται σήμερα στους καρπούς μιας προόδου χωρίς ηθικά κριτήρια. Τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς μπορούμε να διορθώσουμε την έννοια της προόδου και την πραγματικότητά της, ώστε στη συνέχεια να την ελέγχουμε θετικά εκ των έσω; Σχετικά με αυτό, ένας θεμελιώδης στοχασμός είναι απαραίτητος.

Η διάσκεψη για το κλίμα του πλανήτη, το Δεκέμβριο του 2009, στην Κοπεγχάγη, έδειξε πολύ καλά, πόσο περιπλέκουμε την προσπάθεια όταν πρόκειται να αλλάξουμε αυτά τα κριτήρια της προόδου. Οι κυβερνήσεις αυτού του κόσμου, χρειάστηκαν 17 χρόνια, από την πρώτη συνάντηση του Ρίο μέχρι την αποφασιστική αυτή κορυφαία διάσκεψη που οι επιστήμονες, οι υπερασπιστές του περιβάλλοντος και οι πολιτικοί, την χαρακτήρισαν ως μια από τις σημαντικότερες διασκέψεις της ιστορίας της ανθρωπότητας. Στηριζόταν στα αποτελέσματα ερευνών που πραγματοποιήθηκαν από χίλιους επιστήμονες, οι οποίοι, υπό την εποπτεία της πολυεθνικής ομάδας ειδικών για την εξέλιξη του κλίματος, υπολόγισαν ότι οι σημερινές συνολικές θερμοκρασίες του πλανήτη, δεν θα πρέπει να ανεβούν πέραν των δυο βαθμών υπό την απειλή να δούμε το κλίμα να ανατρέπεται ανεπανόρθωτα.
Αλλά το συμβιβαστικό σχέδιο της Κοπεγχάγης δεν περιέχει ούτε καν συγκεκριμένες προτάσεις. Το όριο των δυο βαθμών θα έχει τώρα οπωσδήποτε ξεπεραστεί. Αυτό προκαλεί καταιγίδες, πλημμύρες, ξηρασία και αποξήρανση ευρύτατων περιοχών. Το αποτέλεσμα αυτό δεν πρέπει να ενισχύσει την άποψη αυτών που πολύ απλά θεωρούν την ανθρωπότητα ανίκανη να λύσει, με μια συλλογική προσπάθεια, την απειλή της κλιματικής αναθέρμανσης;

Είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Εμπρός στην απειλητική καταστροφή, έχουν συνειδητοποιήσει παντού ότι πρέπει να ληφθούν ηθικές αποφάσεις. Υπάρχει επίσης η συνείδηση, λίγο ως πολύ έντονη, μιας συνολικής ευθύνης, μια συνείδηση του γεγονότος ότι η ηθική πλευρά του προβλήματος δεν πρέπει να αφορά μόνο την ομάδα του καθενός ή το Έθνος του, αλλά αφορά τη γη ολόκληρη και όλους τους ανθρώπους.
Υπάρχει επίσης κάποιο δυναμικό ηθικής γνώσης. Αλλά ελλείψει διάθεσης για θυσίες, θα είναι δύσκολο αυτό να μεταφραστεί σε βούληση και σε πολιτικές πράξεις. Αυτό θα έπρεπε να συζητείται στο πλαίσιο των εθνικών προϋπολογισμών και συνολικά από τα άτομα. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πόση βαρύτητα ευθύνης κατανέμουμε, για το ζήτημα αυτό, στις διάφορες ομάδες των ανθρώπων.
Καθίσταται έτσι φανερό ότι τελικά η πολιτική βούληση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν δεν μεταδώσει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα – κυρίως στους κυριότερους φορείς της ανάπτυξης και της προόδου – μια νέα και βαθιά ηθική συνείδηση, μια συναίνεση για θυσίες που να παίρνει συγκεκριμένη μορφή και ταυτόχρονα να γίνεται κριτήριο αξίας για το άτομο. Το ερώτημα λοιπόν είναι τούτο: με ποιο τρόπο η μεγάλη ηθική βούληση την οποίαν όλοι συμμερίζονται και όλοι εύχονται από καρδιάς, μπορεί να αποβεί μια προσωπική απόφαση; Διότι ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, η πολιτική παραμένει ανίσχυρη. Ποιος μπορεί να κάνει ώστε αυτή η γενική συνείδηση να εισχωρήσει επίσης μέσα στην προσωπική σφαίρα; Μόνο μια αρχή που αγγίζει τις συνειδήσεις, που είναι κοντά στα άτομα και δεν αρκείται σε απλά αποτελέσματα κοινοποιήσεων, είναι σε θέση να συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η Εκκλησία στο σημείο αυτό βρίσκεται εμπρός σε μια πρόκληση. Όχι μόνο συμμερίζεται τη μεγάλη ευθύνη, αλλά συχνά είναι, θα έλεγα, η μοναδική ελπίδα. Διότι είναι τόσο κοντά στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ώστε μπορεί να τους οδηγήσει σε ορισμένες θυσίες και να χαράξει στις ψυχές θεμελιώδεις στάσεις.

Ο φιλόσοφος Peter Sloterdijk λέει: «Οι άνθρωποι είναι άθεοι ως προς το μέλλον. Δεν πιστεύουν σε αυτό που γνωρίζουν ακόμα και αν τους προσκομίσεις αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα γι αυτό που πρόκειται να συμβεί»

Σε θεωρητικό επίπεδο ίσως το γνωρίζουν. Αλλά λένε στον εαυτό τους: αυτό δεν θα συμβεί σ΄εμένα. Και ότι σε κάθε περίπτωση, αυτοί δεν θα αλλάξουν τη ζωή τους. Και τελικά, δεν είναι μόνο οι ατομικοί εγωισμοί που φέρνουν σε αντίθεση τους μεν προς τους δε, αλλά και οι εγωισμοί των ομάδων. Έχουμε συνηθίσει σε ένα τρόπο ζωής και όταν αυτός απειλείται τότε φυσικά τον υπερασπιζόμαστε. Βλέπουμε επίσης παρά πολύ λίγα υποδείγματα συγκεκριμένων θυσιών προς μίμηση. Από αυτήν την άποψη, οι μοναστικές κοινότητες έχουν μιαν υποδειγματική σημασία. Μπορούν, με τον τρόπο τους, να δείξουν ότι ένας τρόπος ζωής θεμελιωμένος πάνω στη λογική και ηθική στέρηση, είναι απολύτως εφικτός, χωρίς να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες της εποχής μας.

Είναι ανάγκη να δοθεί το καλό παράδειγμα, ενώ τα Κράτη κάνουν εντελώς το αντίθετο, δηλαδή παρουσιάζονται ως ένα πολύ κακό υπόδειγμα. Οι κυβερνήσεις συσσωρεύουν τα χρέη σε ένα ύψος ανήκουστο μέχρι στιγμής. Μια χώρα όπως η Γερμανία θα δαπανήσει για το έτος 2010, 43,9 δισεκατομμύρια ευρώ για να πληρώσει μόνο τόκους στις Τράπεζες: διότι, παρά τον μεγάλο πλούτο μας, ζούμε πολύ πέραν των δυνατοτήτων μας. Μόνο το ποσό αυτό των τόκων θα αρκούσε για να εξασφαλίσει ένα χρόνο διατροφής στα παιδιά των υπό ανάπτυξη χωρών. Σε ολόκληρο τον κόσμο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, τα χρέη των Χωρών αυξήθηκαν κατά 45% - φθάνοντας σε περισσότερο από πενήντα χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό ασύλληπτο, και κατάσταση πάλι πρωτοφανής. Για το έτος 2010, μόνο τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχουν πάρει νέες πιστώσεις ύψους πάνω από οκτακόσια δισεκατομμύρια ευρώ. Το νέο προϋπολογιστικό χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι χίλια εξακόσια δισεκατομμύρια δολάριο, που συνιστά το μεγαλύτερο ποσόν όλων των εποχών. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Kenneth Rogoff λέει επίσης ότι δεν ζούμε πια σε μια κανονική κατάσταση, δεν απομένει πια παρά μια ψευδαίσθηση. Είναι διαπιστωμένο ότι οι επόμενες γενεές θα φορτωθούν με γιγαντιαία χρέη. Δεν είναι επίσης ένα ηθικό πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων;

Ασφαλώς ναι, διότι ζούμε σε βάρος των επόμενων γενεών. Βλέπουμε καθαρά πως ζούμε μέσα στην μη-αλήθεια. Ζούμε μέσα στην αληθοφάνεια και συμπεριφερόμαστε ως εάν τα μαζικά αυτά χρέη δεν αφορούσαν παρά μόνο εμάς. Και εδώ επίσης όλος ο κόσμος κατανοεί θεωρητικά πως θα πρέπει να γίνει μια γενική μελέτη για να δούμε ξανά αυτό που πραγματικά είναι δυνατό, αυτό που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε. Και όμως τούτο δεν διεισδύει στην καρδιά των ανθρώπων.

Θα πρέπει να γίνει μια συνολική εξέταση συνείδησης για τα διάφορα ειδικά προγράμματα χρηματοδότησης. Η Εκκλησία προσπάθησε να συμβάλλει σ΄αυτό μέσω της εγκυκλίου Caritas in veritate (η αγάπη εν αληθεία). Σ΄αυτήν δεν δίνονται απαντήσεις που λύνουν όλα τα προβλήματα. Αλλά γίνεται ένα βήμα για να τεθούν τα πράγματα σε μια άλλη προοπτική, ώστε να μην τα βλέπουμε από την πλευρά του εφικτού και της επιτυχίας, αλλά λαβαίνοντας υπόψη ότι υπάρχει ο κανόνας της αγάπης που διέπεται από το θέλημα του Θεού και όχι μόνο από τις δικές ευχές και επιθυμίες. Υπ΄αυτήν την έννοια, θα πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες και ενέργειες που θα οδηγήσουν σε μια αληθινή αλλαγή συνείδησης.

Έχουμε αναγνωρίσει το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Αλλά η ιδέα ότι προϋπόθεση της σωτηρίας της οικολογίας είναι η σωτηρία του δικού μας στρώματος ψυχικού όζοντος και ιδιαίτερα αυτό των πνευματικών τροπικών δασών μας, φαίνεται να μην διεισδύει παρά βραδέως μέσα στη συνείδησή μας. Αλήθεια, τι συμβαίνει με τη μόλυνση της σκέψης, το ακάθαρτο λέκιασμα των ψυχών μας; Πολλά από αυτά που αποδεχόμαστε μέσα σε αυτήν την κουλτούρα των ΜΜΕ και του εμπορίου, αντιστοιχούν κατά βάθος σε ένα τοξικό φορτίο που καταλήγει, σχεδόν αναγκαστικά, σε μια πνευματική δηλητηρίαση.
Ότι υπάρχει μια πνευματική δηλητηρίαση και ότι μας οδηγεί εκ προοιμίου σε εσφαλμένες προοπτικές, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Το να απελευθερωθούμε εκ νέου από αυτήν μέσω μιας πραγματικής μεταστροφής – για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον θεμελιώδη όρο της χριστιανικής πίστης – είναι μια από τις ολοφάνερες απαιτήσεις που στο μεταξύ έχει καταστεί ορατή από όλους. Μέσα σε ένα κόσμο οργανωμένο από την επιστήμη και τη νεωτερικότητα, τέτοιες έννοιες δεν έχουν πια σημασία. Η μεταστροφή υπό την έννοια της πίστης στο θέλημα του Θεού ο οποίος μας δείχνει το δρόμο, θεωρούνταν ξεπερασμένη και εκτός μόδας. Αλλά πιστεύω ότι αρχίζουν σιγά σιγά να καταλαβαίνουν ότι υπάρχει κάτι το αληθινό όταν λέμε ότι οφείλουμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα.

Η ηγουμένη και γιατρός Hildegard von Bingen, ήδη εξέφρασε τη στενή αυτή σχέση προ εννιακοσίων ετών: «Όταν το ανθρωπινό ον αμαρτάνει, ο κόσμος υποφέρει».Τα προβλήματα της ιστορικής εποχής που βιώνουμε σήμερα, γράφατε στο βιβλίο σας για τον Ιησού, είναι οι συνέπειες του γεγονότος ότι ο Θεός δεν εισακούεται πια. Μιλάτε μάλιστα για «το σβήσιμο του φωτός που έρχεται από τον Θεό».
Για πολλούς, ο πρακτικός αθεϊσμός είναι σήμερα ο συνήθης κανόνας ζωής. Λένε ότι κάτι ή κάποιος ίσως πράγματι να δημιούργησε τον κόσμο προ αμνημονεύτων χρόνων, αλλά αυτό δεν αφορά σε τίποτε εμάς. Αν αυτή η διάθεση πνεύματος διευρυνθεί και γίνει γενική στάση ζωής, τότε η ελευθερία δεν θα έχει πια κριτήρια, τότε τα πάντα θα είναι δυνατά, και τα πάντα θα επιτρέπονται. Για τον λόγο αυτόν, είναι επείγον το ζήτημα του Θεού να πάρει ξανά μια κεντρική θέση. Και δεν πρόκειται για έναν Θεό που υπάρχει κάπου, αλλά για έναν Θεό που μας γνωρίζει, μας μιλάει και μας αφορά – και ο οποίος είναι επίσης ο κριτής μας.

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Πέτρου Ανδριώτη
Από τη συνέντευξη του Πάπα Βενέδικτου 16ου στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald, τον Ιούλιο του 2010.
Σελίδες 65 έως 74 του βιβλίου Lumiere du monde.
Εκδόσεις Bayard

Καιρός μεταστροφής

Στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, οι λαοί της γης βιώνουν μιαν, ασύλληπτων μέχρι τώρα διαστάσεων, επανάσταση, είτε είναι αυτή οικονομική, οικολογική ή κοινωνική. Διάφοροι επιστήμονες πιστεύουν ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι καθοριστική για την επιβίωση αυτού του πλανήτη.
Άγιε Πατέρα, σεις ο ίδιος χρησιμοποιήσατε δραματικές φράσεις τον Ιανουάριο του 2010 στη Ρώμη, ενώπιον των διπλωματών: «Το μέλλον μας και το πεπρωμένο του πλανήτη μας βρίσκεται σε κίνδυνο.» Αν δεν κατορθώσουμε σύντομα να προβούμε σε μια ευρείας κλίμακας μεταστροφή, το αίσθημα του χαμού και το σενάριο του χάους θα ενισχυθούν σημαντικά. Στη Φάτιμα, η ομιλία σας, είχε ήδη σχεδόν τον τόνο του βιβλίου της Αποκάλυψης.: «Ο άνθρωπος προκάλεσε ένα κύκλο θανάτου και τρόμου, αλλά δεν κατορθώνει να τον σταματήσει…» Βλέπετε στα σημεία των καιρών το προοίμιο μιας καμπής που θα αλλάξει τον κόσμο;

Υπάρχουν φυσικά σημεία που πρέπει να μας φοβίζουν και τα οποία μας ανησυχούν. Αλλά υπάρχουν επίσης σημεία στα οποία οφείλουμε να στηριχθούμε και τα οποία μας δίνουν ελπίδα. Ήδη μιλήσαμε αρκετά για το σενάριο του τρόμου και του κινδύνου που διατρέχει τον κόσμο μας. Θα πρόσθετα ακόμη κάτι που βαρύνει την ψυχή μου ιδιαίτερα μετά τις επισκέψεις των επισκόπων.
Μεγάλος αριθμός επισκόπων, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, μου λένε ότι εκεί όπου περνά η λαίλαπα της καλλιέργειας και της εμπορίας ναρκωτικών – και τούτο συμβαίνει σε μεγάλα τμήματα αυτών των Χωρών -, θα έλεγε κανείς ότι ένα κακόβουλο τέρας κατέλαβε αυτή τη Χώρα για να διαφθείρει τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι αυτό το φίδι της εμπορίας και της χρήσης ναρκωτικών, που περισφίγγει τον κόσμο, είναι μια δύναμη της οποίας δεν κατορθώνουμε πάντοτε να φανταστούμε το σωστό μέγεθος. Καταστρέφει τη νεολαία, καταστρέφει τις οικογένειες, οδηγεί στη βία και θέτει σε κίνδυνο το μέλλον ολόκληρων Χωρών.
Τούτο συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των τρομερών ευθυνών της Δύσης: έχει ανάγκη από ναρκωτικά, και βρίσκει τρόπους να εξαναγκάσει Χώρες να της τα προμηθεύσουν, κάτι που τελικά τις βλάπτει και τις καταστρέφει. Δημιουργήθηκε μια δίψα για ευτυχία που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τα υπάρχοντα πράγματα. Και βρίσκει καταφύγιο, θα λέγαμε, στον παράδεισο του διαβόλου, που απλά καταστρέφει τους ανθρώπους.
Σε αυτό προστίθεται ένα άλλο πρόβλημα. Οι επίσκοποι σημαίνουν συναγερμό για τις αφάνταστες καταστροφές που προκαλεί ο σεξουαλικός τουρισμός στη νεολαία τους. Πρωτόγνωρες διαδικασίες καταστροφής εκτυλίσσονται, που πηγάζουν από ένα είδος αλαζονικής μέθης, από τον κορεσμό και από την εσφαλμένη ελευθερία του δυτικού κόσμου.
Παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος αναζητεί τη χωρίς όρια χαρά και θα ήθελε να απολαύσει στο έπακρο την ηδονή, θα ήθελε το άπειρο. Αλλά εκεί όπου δεν βρίσκεται ο Θεός, αυτό δεν επιτυγχάνεται, αυτό δεν μπορεί να υπάρχει. Ο άνθρωπος τότε αναγκάζεται να πλάσει ο ίδιος το μη αληθινό, το ψεύτικο και απατηλό άπειρο.
Είναι ένα σημείο των καιρών που πρέπει, ως χριστιανοί, να μας κινήσει το πιο ζωηρό ενδιαφέρον. Οφείλουμε να δείξουμε – και συνεπώς να βιώσουμε - ότι το άπειρο που ο άνθρωπος έχει ανάγκη δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από τον Θεό. Ότι ο Θεός είναι η πρώτη αναγκαιότητα που επιτρέπει να αντισταθούμε στις πιέσεις αυτών των καιρών. Ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής και του καλού, οφείλουν να κινητοποιηθούν ώστε να φανεί η αλήθεια και να αντισταθεί στο ψέμα, βάζοντας φρένο στην κυκλοφορία του κακού.

Αναλογιζόμενοι το τέλος των αποθεμάτων, το τέλος μιας παλιάς εποχής, το τέλος ενός τρόπου ζωής, το πεπερασμένο των πραγμάτων, συνειδητοποιούμε επίσης, με ένα στοιχειώδη τρόπο, το τέλος της ζωής γενικά. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν ήδη στα σημεία των καιρών αυτών την αναγγελία του τέλους του κόσμου. Ίσως, λένε, ο κόσμος να μην εξαφανιστεί. Όμως παίρνει μια νέα κατεύθυνση. Μια κοινωνία που κατέληξε άρρωστη, όπου πριν απόλα τα ψυχικά προβλήματα αυξήθηκαν, φλέγεται από την επιθυμία σωτηρίας και λύτρωσης.
Δεν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε επίσης αν αυτή η νέα κατεύθυνση σχετίζεται με την επιστροφή του Χριστού;

Είναι σημαντικό, όπως το λέτε, ότι υπάρχει μια ανάγκη σωτηρίας, ότι γίνεται κάπως κατανοητό αυτό που σημαίνει η λύτρωση. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι, όπου απουσιάζει ο Θεός, η ύπαρξη αρρωσταίνει, ότι το ανθρώπινο ον δεν μπορεί να επιζήσει. Υπό την έννοια αυτή, η εποχή μας είναι επίσης μια εποχή «παρουσίας» που προσφέρει και πολλά καλά.
Π.χ. η ευρύτατη επικοινωνία πού απολαμβάνουμε σήμερα μπορεί να οδηγήσει σε μια πλήρη αποπροσωποποίηση. Δεν κάνουμε άλλο από του να κολυμπούμε στη θάλασσα της επικοινωνίας, δεν συναντάμε πια πραγματικά πρόσωπα. Αλλά μπορεί επίσης να είναι μια ευκαιρία π.χ. που να μας επιτρέψει να συναισθανθούμε αμοιβαία την ύπαρξή μας, να συναντηθούμε, να βοηθηθούμε, να βγούμε από τους εαυτούς μας.
Νομίζω επίσης ότι είναι σημαντικό να μη βλέπουμε μόνο τα αρνητικά. Ασφαλώς οφείλουμε να τα αντιλαμβανόμαστε με άκρα οξύτητα, αλλά οφείλουμε επίσης να διαβλέπουμε όλες τις ευκαιρίες για καλό, τις ελπίδες, τις νέες δυνατότητες του ανθρώπου. Για να διακηρύξουμε, μετά από όλα αυτά, την αναγκαιότητα της καμπής, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς μια εσωτερική μεταστροφή.

Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα;

Ένα από τα στοιχεία αυτής της μεταστροφής είναι να θέσουμε ξανά τον Θεό στην πρώτη θέση. Τότε τα πάντα θα είναι διαφορετικά. Θα πρέπει επίσης να μελετήσουμε ξανά το Λόγο του Θεού για να αφήσουμε το φως του να εισχωρήσει στις πραγματικότητες της ζωής μας. Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να αποκτήσουμε ξανά την εμπειρία του Θεού για να τον αφήσουμε να δράσει μέσα στην κοινωνία μας.

Αυτό καθαυτό το Ευαγγέλιο δεν περιέχει ένα μήνυμα που να έρχεται από το παρελθόν και να έχει πραγματοποιηθεί. Αντίθετα η παρουσία και η δυναμική της Αποκάλυψης του Χριστού συνίστανται στο γεγονός ότι η αποκάλυψη αυτή έρχεται, κατά κάποιο τρόπο, από το μέλλον, και ότι είναι αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον του ατόμου όπως και για το μέλλον όλων. «Έτσι κι ο Χριστός, αφού θυσιάστηκε μία φορά για να σηκώσει πάνω του τις αμαρτίες όλων μας», λέει η Επιστολή προς Εβραίους, «θα εμφανιστεί για δεύτερη φορά , όχι για ν’ αντιμετωπίσει την αμαρτία, αλλά για να σώσει αυτούς που τον προσμένουν» (Εβρ. 9,28).
Δεν θα έπρεπε σήμερα η Εκκλησία να εξηγήσει με ακόμη πιο σαφή τρόπο ότι ο κόσμος, σύμφωνα με τη Βίβλο, δεν βρίσκεται πια μόνο στην περίοδο μετά το Χριστό, αλλά σ΄αυτήν που προηγείται του Χριστού;

Ήταν μια από τις έγνοιες του Ιωάννη Παύλου Β!, να καταστήσει ορατό το βλέμμα μας προς την κατεύθυνση του Χριστού που έρχεται. Ότι λοιπόν Αυτός που ήρθε είναι πολύ περισσότερο Αυτός που θα έρθει, και ότι οφείλουμε να ζούμε την πίστη και το μέλλον μέσα σε αυτήν την προοπτική. Τούτο απαιτεί να είμαστε πραγματικά σε θέση να παρουσιάσουμε ξανά το μήνυμα της πίστης μέσα στην προοπτική του Χριστού που έρχεται.
Είναι αλήθεια ότι συχνά έχουμε μιλήσει για τον Χριστό που έρχεται, αλλά οι διατυπώσεις μας έχουν φθαρεί. Δεν λένε πια κάτι σημαντικό για τη σχέση μας με τη ζωή και συχνά δεν είναι πια κατανοητές από εμάς. Έτσι αυτός ο Χριστός που θα έρθει έχει πλήρως κενωθεί και παραποιηθεί, και έχει αναχθεί σε ένα γενικό ηθικό σχήμα απ΄όπου τίποτε δεν προκύπτει και τίποτε δεν σημαίνει. Οφείλουμε λοιπόν να προσπαθήσουμε να πούμε την ίδια την ουσία, αλλά να την πούμε με ένα καινούργιο τρόπο. Ο Jurgen Habermas εξήγησε ότι είναι σημαντικό να υπάρχουν θεολόγοι που να ερμηνεύσουν τον θησαυρό της πίστης τους, ώστε ο θησαυρός αυτός να γίνει λόγος κατανοητός γι΄αυτόν τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του κόσμου των λαϊκών. Ίσως να έχει εννοήσει τούτο με διαφορετικό τρόπο από τον δικό μας, αλλά έχει δίκιο υπό την έννοια ότι η εσωτερική διαδικασία ερμηνείας(απόδοσης) των σημαντικών λόγων σε εικόνες και έννοιες της εποχής μας βρίσκεται ασφαλώς σε εξέλιξη, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμη καταλήξει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τούτο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν οι άνθρωποι ζουν τον χριστιανισμό με βάση το Χριστό που θα έρθει. Τότε μόνο θα μπορέσουν να τον εκφράσουν. Η έκφραση, η διανοητική ερμηνεία, προϋποθέτει την υπαρξιακή ερμηνεία. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι άγιοι είναι εκείνοι οι οποίοι ζουν το γεγονός ότι είναι χριστιανοί μέσα στο παρόν και στο μέλλον, και ξεκινώντας από την ύπαρξή τους ο Χριστός που θα έρθει είναι επίσης ερμηνεύσιμος. Ο Χριστός μπορεί τότε να ολοκληρώσει τον ορίζοντα κατανόησης του κόσμου των λαϊκών. Αυτή είναι η μεγάλη αποστολή ενώπιον της οποίας βρισκόμαστε σήμερα.

Η εποχή μας έφερε μαζί της άλλες μορφές ζωής και φιλοσοφίες της ζωής, αλλά επίσης μιαν άλλη αντίληψη της Εκκλησίας. Οι πρόοδοι της ιατρικής έρευνας παρουσιάζουν τεράστιες ηθικές προκλήσεις. Ο νέος κόσμος του Διαδικτύου θέτει επίσης ερωτήματα στα οποία πρέπει να δώσουμε απαντήσεις. Ο Ιωάννης 23ος έστρεψε την προσοχή του στις αλλαγές που επήλθαν μετά τους δυο παγκοσμίους Πολέμους για να δει στα «σημεία των καιρών» ,(το λέει στη Βούλα του Humanae salutis της 25ης Δεκεμβρίου 1961, για τη σύγκληση της Β! Συνόδου στο Βατικανό) την αναγκαιότητα μιας Συνόδου έστω και αν ήταν τότε ένας γηραιός και άρρωστος άνθρωπος.
Ο Βενέδικτος 16ος θα κάνει το ίδιο πράγμα;

Ο Ιωάννης 23ος, προέβη σε μια μεγάλη και ανεπανάληπτη κίνηση εμπιστευόμενος σε μια οικουμενική Σύνοδο το έργο της εκ νέου κατανόησης από τους σημερινούς ανθρώπους του λόγου της πίστης. Πριν απόλα η Σύνοδος επιφορτίστηκε και εκπλήρωσε το μεγάλο καθήκον να επαναπροσδιορίσει τόσο το σκοπό όσο και τη σχέση της Εκκλησίας με το σύγχρονο κόσμο, και τη σχέση της πίστης με αυτόν τον κόσμο και τις αξίες του. Αλλά να μεταφέρεις αυτό που αποφασίστηκε, μέσα στη ζωή και να παραμείνεις ταυτόχρονα μέσα στην εσωτερική συνέχεια της πίστης, είναι μια διαδικασία πολύ πιο δύσκολη από την ίδια τη Σύνοδο. Και μάλιστα είναι ακόμη δυσκολότερη επειδή η Σύνοδος έγινε γνωστή από τον κόσμο μέσα από την ερμηνεία των ΜΜΕ και λιγότερο μέσα από τα ίδια τα κείμενά της, τα οποία σχεδόν κανένας δεν διαβάζει.
Πιστεύω ότι τώρα το μεγάλο καθήκον μας είναι – μια και αποσαφηνίστηκαν ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα – πριν απόλα να φέρουμε ξανά στο φως (να αναδείξουμε) την προτεραιότητα του Θεού. Σήμερα, σημαντικό είναι να δούμε ξανά ότι ο Θεός υπάρχει, ότι μας αφορά, και ότι μας απαντά. Και αντίστροφα, αν απουσιάζει, όσο έξυπνα και αν είναι όλα τα υπόλοιπα, ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπειά του και την ιδιαίτερη ανθρωπιά του και έτσι το ουσιώδες καταρρέει. Για το λόγο αυτό, πιστεύω, ότι σήμερα το σημείο πάνω στο οποίο οφείλουμε να ρίξουμε όλο το βάρος της προσπάθειας μας, είναι να θέσουμε ως προτεραιότητα το ζήτημα του Θεού.

Πιστεύετε ότι η Καθολική Εκκλησία θα μπορούσε να συγκαλέσει μια 3η οικουμενική Σύνοδο στο Βατικανό;

Είχαμε συνολικά είκοσι Συνόδους, θα υπάρξει ασφαλώς και άλλη στο μέλλον. Προς το παρόν, κατά τη γνώμη μου, δεν συντρέχουν οι λόγοι για κάτι τέτοιο. Πιστεύω, ότι αυτή τη στιγμή οι Σύνοδοι των Επισκόπων, είναι ένα καλό εργαλείο. Εκπροσωπούνται σε αυτές όλοι οι Επίσκοποι και θα λέγαμε ότι βρίσκονται σε ένα στάδιο έρευνας που διατηρεί σε συνοχή ολόκληρη την Εκκλησία και ταυτόχρονα την κάνει να προχωρεί μπροστά. Η στιγμή της σύγκλησης μιας οικουμενικής Συνόδου θα έρθει; Το μέλλον θα το δείξει.
Για την ώρα, έχουμε πριν απόλα ανάγκη από κινήματα δια των οποίων η παγκόσμια Εκκλησία τοποθετεί ορόσημα, αντλώντας εμπειρίες μέσα στον σύγχρονο κόσμο και διαφωτιζόμενη από την εσωτερική γνώση της πίστης της και της δύναμής της. Έτσι καθιστά την παρουσία του Θεού σημείο ουσιαστικό.

Ως διάδοχος του Πέτρου, υπενθυμίζετε πάντοτε το αποφασιστικό «σχέδιο» που υπάρχει για τον κόσμο. Δεν υπάρχει ένα σχέδιο Α, ούτε κάποιο σχέδιο Β, αλλά το σχέδιο του Θεού. «Ο Θεός δεν είναι αδιάφορος προς την ιστορία της ανθρωπότητας», διακηρύττατε, προσθέτοντας ότι συνολικά ο Χριστός είναι «‘ο Κύριος όλης της Πλάσης και όλης της Ιστορίας». Ο Κάρολος Βοϊτύλα είχε ως αποστολή να προετοιμάσει την Καθολική Εκκλησία για να διαβεί το κατώφλι της 3ης χιλιετίας. Ποια είναι η αποστολή του Ιωσήφ Ratzinger;

Θα έλεγα ότι δεν θα έπρεπε να τεμαχίζουμε τόσο την Ιστορία. Εργαζόμαστε πάνω σε ένα κοινό καμβά. Ο Κάρολος Βοϊτύλα, κατά κάποιο τρόπο, προσφέρθηκε από τον Θεό στην Εκκλησία μέσα σε μια κατάσταση πολύ συγκεκριμένη: από τη μια, η μαρξιστική γενιά, η γενιά του 1968, έθετε υπό αμφισβήτηση τη Δύση ολόκληρη. Από την άλλη, ο υπαρκτός σοσιαλισμός που κατέρρεε. Μέσα σε αυτήν τη σύγκρουση, να κάνεις ένα άνοιγμα στην πίστη και να την παρουσιάσεις ως το κέντρο και η οδός, ήταν μια μοναδική ιστορική στιγμή.
Δεν είναι υποχρεωτικό κάθε Ποντιφική θητεία να έχει μια εντελώς νέα αποστολή να εκπληρώσει. Σήμερα είναι ανάγκη να συνεχίσουμε και να συλλάβουμε τη δραματικότητα της εποχής μας, να διατηρήσουμε ζωντανό το Λόγο του Θεού ως Λόγο αποφασιστικό και ταυτόχρονα να δώσουμε στον χριστιανισμό εκείνη την απλότητα και εκείνο το βάθος χωρίς τα οποία δεν μπορεί να δράσει.
Πάπας Βενέδικτος 16ος
Μετάφραση από τα Γαλλικά: Πέτρου Ανδριώτη
Από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Πάπας Βενέδικτος 16ος στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald, τον Ιούλιο του 2010.
Σελίδες 87-95 του βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις Bayard

Η δικτατορία του σχετικισμού

Ο Βρετανός συγγραφέας Aldous Huxley, το 1932, στο φουτουριστικό του βιβλίο «το καλύτερο των κόσμων», προέβλεψε ότι η διαστρέβλωση (παραποίηση) θα αποτελούσε τον αποφασιστικό μοχλό της νεωτερικότητας. Μέσα στην ψεύτικη πραγματικότητα, με την λαθεμένη αλήθεια – ή καλύτερα την απουσία της αλήθειας – στο τέλος, τίποτε δεν θα έχει σημασία. Δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει αξιόπιστη και σίγουρη θέση.
Πράγματι, η αλήθεια στο μεταξύ θεωρείται μια έννοια υπερβολικά υποκειμενική ώστε να μπορούμε ακόμη να βρούμε σ΄αυτήν ένα κριτήριο κοινά αποδεκτό. Η διάκριση ανάμεσα στο αυθεντικό και μη αυθεντικό φαίνεται να έχει καταργηθεί. Τα πάντα είναι διαπραγματεύσιμα. Αυτό είναι ο σχετικισμός κατά του οποίου με τόση επιμονή μας προειδοποιούσατε να προφυλαχθούμε;
Είναι γνωστό ότι η έννοια της αλήθειας είναι πια μια έννοια που προκαλεί υποψίες. Είναι γεγονός ότι έγινε μεγάλη κατάχρηση του όρου. Στο όνομα της αλήθειας, έφθασαν στο σημείο να δικαιολογήσουν τη μισαλλοδοξία και τη βαρβαρότητα. Όταν κάποιος λέει: είναι αλήθεια, ή κατέχω την αλήθεια, τούτο μας φοβίζει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν κατέχουμε ποτέ την αλήθεια, η αλήθεια είναι εκείνη που μας κατέχει. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι πρέπει να είμαστε συνετοί και προσεκτικοί στο ζήτημα αυτό. Αλλά να απαλείψουμε απλά την αλήθεια θεωρώντας την απρόσιτη, είναι σκέτη καταστροφή.
Μια μεγάλη μερίδα φιλοσόφων σήμερα επιμένει πράγματι να λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να φθάσει στην αλήθεια. Αλλά , αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θα ήταν επίσης ικανός να φτάσει σε μια ηθική. Δεν θα διαθέταμε κανένα κανόνα. Και τότε δεν θα αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο να τα βγάλουμε πέρα, στην δε εσχάτη των περιπτώσεων, το τελευταίο κριτήριο πού θα έμενε θα ήταν να ευθυγραμμιστούμε με τη γνώμη της πλειοψηφίας. Ωστόσο η ιστορία μας απέδειξε αρκετά μέχρι ποιο σημείο οι πλειοψηφίες μπορούν να είναι καταστροφικές, όπως π.χ. ο ναζισμός και ο κομμουνισμός που όλως ιδιαιτέρως ήταν αντίθετες προς την αλήθεια.

«Ξεκινήσαμε το στήσιμο μιας δικτατορίας του σχετικισμού η οποία τίποτε δεν ανα γνωρίζει ως οριστικό και ως έσχατο μέτρο τοποθετεί το εγώ του καθενός και τις επιθυμίες του». Αυτό δηλώνατε στην ομιλία σας κατά την έναρξη του κονκλαβίου.
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε: ναι, ο άνθρωπος οφείλει να αναζητά την αλήθεια. Είναι ικανός να βρει την αλήθεια. Το ότι η αλήθεια έχει ανάγκη από κριτήρια που να επιτρέπουν να την εξακριβώσεις και να βεβαιωθείς ότι δεν έχει παραποιηθεί, είναι αυτονόητο. Θα πρέπει επίσης η αλήθεια να συμβαδίζει πάντοτε με την ανεκτικότητα. Αλλά τότε η αλήθεια μας εμφανίζει τις σταθερές εκείνες αξίες που πρόσφεραν στην ανθρωπότητα το μεγαλείο της. Θα πρέπει να μάθουμε εκ νέου να βιώνουμε την ταπεινοσύνη που επιτρέπει να αναγνωρίζουμε τα σημεία αναφοράς που φέρει μέσα της η αλήθεια.
Το ότι η αλήθεια δεν θα κατορθώσει να επικρατήσει με τη βία , αλλά με τη δική της δύναμη, είναι το κεντρικό περιεχόμενο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ενώπιον του Πιλάτου ως Η αλήθεια και ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν υπερασπίζεται την αλήθεια με τη βοήθεια λεγεώνων, αλλά την καθιστά ορατή δια του Πάθους του, και επίσης δι΄αυτού του τρόπου την καθιερώνει.

Μέσα σε ένα κόσμο όπου επικρατεί ο σχετικισμός, μια νέα ειδωλολατρία επιβάλλεται όλο και περισσότερο στη σκέψη και στη δράση του ανθρώπου. Έχει προ πολλού καταστεί σαφές ότι πλάι στην Εκκλησία δεν υπάρχει μόνο ένας ελεύθερος χώρος, ένα κενό, αλλά έχει διαμορφωθεί ένα είδος αντι-Εκκλησίας. Ο Πάπας θα πρέπει να καταδικαστεί, έγραφε μια Γερμανική εφημερίδα, διότι με τις τοποθετήσεις του «έχει προσβάλλει την ισχύουσα σήμερα θρησκεία μέσα σ΄αυτήν τη Χώρα», δηλαδή τη «θρησκεία της κοινωνίας των πολιτών». Πρόκειται μήπως για την εμφάνιση ενός νέου «Αγώνα πολιτισμού», (Kulturkampf) όπως τον ανάλυε ο Marcello Pera; Ο πρώην πρόεδρος της Ιταλικής Γερουσίας μιλαει για ένα «μεγάλο αγώνα που εξαπέλυσε η λαϊκότητα ενάντια στον Χριστιανισμό».
Το ότι μια νέα μισαλλοδοξία εξαπλώνεται, είναι φανερό. Υπάρχουν κριτήρια σκέψης καλά επεξεργασμένα που πρέπει να επιβληθούν σε όλους. Τα διαδίδουν κατόπιν εν ονόματι μιας αρνητικής ανεκτικότητας. Π.χ. όταν εξαιτίας της αρνητικής ανεκτικότητας, δεν πρέπει να υπάρχει εσταυρωμένος σε δημόσιες αίθουσες. Κατά βάθος εδώ ζούμε την κατάργηση της ανεκτικότητας, διότι πρόκειται για άρνηση του δικαιώματος της θρησκείας, της Καθολικής πίστης να εκφράζεται με τρόπο ορατό.
‘Όταν π.χ. στο όνομα της μη διάκρισης, θέλουν να υποχρεώσουν την Καθολική Εκκλησία να αλλάξει τη θέση της για την ομοφυλοφιλία ή την χειροτονία των γυναικών, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί πια να βιώσει τη δική της ταυτότητα και αντί αυτού, καθιστούν μια θρησκεία αρνητική και αφηρημένη, τυραννικό κριτήριο στο οποίο ο καθένας οφείλει να υποκλιθεί. Θεωρούν δε τούτο ελευθερία, αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι μια απελευθέρωση από όλες τις αξίες που υπήρχαν μέχρι σήμερα.
Όμως στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αυτή οδηγεί σιγά σιγά στην μισαλλόδοξη διεκδίκηση μια νέας θρησκείας, που ισχυρίζεται ότι είναι έγκυρη παντού επειδή είναι ορθολογική ή ακόμη ότι είναι ή ίδια η λογική, που γνωρίζει τα πάντα και οφείλει να οριοθετήσει τον καθοριστικό χώρο για όλους και για τον καθένα.
Το ότι στο όνομα της ανεκτικότητας, καταργείται η ανεκτικότητα, είναι μια πραγματική απειλή στην οποία οφείλουμε να αντισταθούμε. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι η λογική – αυτό που αποκαλούν Δυτική λογική- ισχυρίζεται πως πράγματι ανακάλυψε αυτό που είναι σωστό και εγείρει μια ολοκληρωτική αξίωση που είναι εχθρός της ελευθερίας. Πιστεύω ότι οφείλουμε να καταγγείλουμε πολύ έντονα αυτόν τον κίνδυνο. Κανείς δεν είναι εξαναγκασμένος να είναι χριστιανός. Αλλά κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να ζήσει τη «νέα θρησκεία» ως τη μόνη καθοριστική, ως αυτή που δεσμεύει την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Η επιθετικότητα με την οποία παρουσιάζεται η νέα αυτή θρησκεία, περιγράφεται από το περιοδικό Der Spiegel ως «μια σταυροφορία των άθεων». Είναι μια σταυροφορία που χλευάζει τον χριστιανισμό ως μια «τρέλα του Θεού» και την οποία χαρακτηρίζει κατάρα, αιτία όλων των πολέμων.
Σεις ο ίδιος μιλήσατε για μια «επίθεση λίγο ως πολύ οξεία ενάντια στην Εκκλησία». Ακόμη και εκτός ολοκληρωτικών καθεστώτων, ασκείται πίεση για να σας υποχρεώσει να σκέπτεστε όπως όλος ο κόσμος. Οι επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας, δείχνουν, λέγατε, «μέχρι ποιο σημείο αυτός ο κομφορμισμός μπορεί να είναι μια αληθινή δικτατορία». Λόγια σκληρά.
Πράγματι, είναι γεγονός ότι συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς και σκέψης παρουσιάζονται ως οι μόνες λογικές και συνεπώς ως οι μόνες αντάξιες του ανθρώπου. Ο χριστιανισμός αισθάνεται τότε εκτεθειμένος στην πίεση μιας μισαλλοδοξίας που καταρχάς τον γελοιοποιεί και στη συνέχεια του αφαιρεί το ζωτικό του χώρο στο όνομα μιας φαινομενικής λογικής.
Είναι πολύ σημαντικό να αντισταθούμε σε αυτόν τον ισχυρισμό του απολύτου τον οποίον εκφράζει αυτός ο τύπος πολύ συγκεκριμένης «λογικής». Εξάλλου αυτή δεν είναι αυτή καθεαυτή η καθαρή λογική, αλλά ο περιορισμός της λογικής σε αυτό που οι επιστήμες μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε, αποκλείοντας κάθε τι που ξεπερνά αυτό το όριο. Πράγματι είναι αλήθεια ότι υπήρξαν στην ιστορία θρησκευτικοί πόλεμοι, και ότι η θρησκεία έχει επίσης οδηγήσει στη βία…

Αλλά ούτε ο Ναπολέων, ούτε ο Χίτλερ, ούτε τα Αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ πολέμησαν για την πίστη. Αντίθετα, προ εβδομήντα ακριβώς χρόνων, άθεα συστήματα στη Δύση και στην Ανατολή οδήγησαν τον κόσμο στην καταστροφή. Σε μια εποχή απομακρυσμένη από τον Θεό, τον οποίο ο Αμερικανός συγγραφέας Louis Begley ονόμαζε «ένα σατανικό Requiem”.
Έχουμε λοιπόν ένα ακόμη λόγο για να πούμε ότι η μεγάλη δύναμη του καλού παραμένει ακόμη πιο αληθινή. Η δύναμη αυτή ξεχύθηκε από τη θρησκεία και χάρη σε μεγάλα ονόματα – Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, Άγιος Βικέντιος de Paul, η Μητέρα Τερέζα, κ.τ.λ. Διαπερνά και φωτίζει ολόκληρη την ιστορία. Αντίθετα οι νέες ιδεολογίες οδήγησαν σε ένα είδος βαρβαρότητας και περιφρόνησης του ανθρώπου, κάτι που παλιά ήταν αδιανόητο διότι υπήρχε πάντοτε σεβασμός στην εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Χωρίς το σεβασμό αυτό, ο άνθρωπος βάζει τον εαυτό του στη θέση του Απόλυτου και όλα του επιτρέπονται. Γίνεται τότε πράγματι καταστροφέας.

Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ένα Κράτος, σεβόμενο την ισότητα όλων, νομιμοποιείται να αφαιρέσει από τους δημόσιους χώρους τα θρησκευτικά σύμβολα, συμπεριλαμβανομένου του εσταυρωμένου. Δεν νομίζετε ότι είναι ένας συλλογισμός που στέκει;
Σ’αυτό το σημείο, πρέπει καταρχάς να θέσουμε ένα ερώτημα: γιατί το Κράτος οφείλει να αφαιρέσει τον εσταυρωμένο από τις δημόσιες υπηρεσίες; Αν ο εσταυρωμένος περιείχε ένα παράλογο και μη αφομοιώσιμο από άλλους μήνυμα, τούτο θα ήταν μάλλον ανησυχητικό. Αλλά ο εσταυρωμένος περιέχει το μήνυμα ότι ο Θεός ο ίδιος υποφέρει, ότι φανερώνει την αγάπη του μέσα από τον πόνο του, ότι μας αγαπά. Το μήνυμα αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με κανένα. Ιδού ήδη ένα σημείο.
Εξάλλου, εννοείται ότι στα θεμέλια των Χωρών μας υπάρχει μια πολιτισμική ταυτότητα. Αυτή τις διαμορφώνει θετικά, τις συγκρατεί εκ των έσω, και καθορίζει πάντοτε τις θετικές αξίες και τη θεμελιώδη δομή της κοινωνίας. Χάρη σ’ αυτές, ο εγωισμός περιορίζεται στα όριά του και καθίσταται δυνατή μια ανθρώπινη κουλτούρα. Θα έλεγα ότι παρόμοια πολιτισμική έκφραση μιας κοινωνίας που τη ζει θετικά, δεν μπορεί να προσβάλλει όσους δεν συμμερίζονται αυτήν την πεποίθηση και ότι συνεπώς η έκφραση αυτή δεν πρέπει να απαγορεύεται.

Στην Ελβετία οι πολίτες δεν ψήφισαν ενάντια στην κατασκευή Τζαμιών, αλλά ενάντια στην κατασκευή μιναρέδων στο Τζαμιά. Στη Γαλλία, η βουλή απαγόρεψε την μπούργκα. Οι Χριστιανοί μπορούν να χαίρονται για όλα αυτά;
Οι χριστιανοί είναι ανεκτικοί. Γι’ αυτούς, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τα πιστεύω του και τις αντιλήψεις του. Είμαστε ευγνώμονες που στις Χώρες του Αραβικού Κόλπου (Κατάρ, Αμπού Ντάμπι, Ντουμπάϊ, Κουβέιτ) υπάρχουν Εκκλησίες όπου οι χριστιανοί μπορούν να τελέσουν τις θείες Ακολουθίες και ευχόμαστε να είναι έτσι παντού. Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό οι Μουσουλμάνοι να μπορούν στις Χώρες μας να συγκεντρώνονται στα Τζαμιά για να προσευχηθούν.
Όσον αφορά στην μπούργκα, δεν βλέπω κανένα λόγο να εκδίδεται μια γενική απαγόρευση. Λέγεται ότι ορισμένες γυναίκες δεν φορούν τη μπούργκα με την πλήρη θέλησή τους και ότι στην πράξη η γυναίκα υφίσταται βία. Αν τούτο αληθεύει, εννοείται ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτό. Αλλά αν με τη θέλησή τους τη φορούν, δεν βλέπω το λόγο μιας τέτοιας απαγόρευσης.

Στην Ιταλία, το 80% των κατοίκων λαβαίνει το βάπτισμα της Καθολικής Εκκλησίας, στην Πορτογαλία φθάνει το 90%, το ίδιο και στην Πολωνία, ενώ στη μικρή Μάλτα το 100%. Στη Γερμανία, πάνω από το 60% του πληθυσμού ανήκει ακόμη στις δυο μεγάλες χριστιανικές ομολογίες, ενώ ένα σημαντικό μέρος σε άλλες χριστιανικές κοινότητες. Η δυτική χριστιανική κουλτούρα είναι χωρίς αμφιβολία το θεμέλιο της επιτυχίας και της ευημερίας της Ευρώπης. Παρόλα αυτά σήμερα η πλειοψηφία των λαών της δέχεται να κυριαρχείται από μια μειονότητα διαμορφωτών γνώμης. Πρόκειται για μια παράξενη, αν όχι σχιζοφρενική, κατάσταση.
Τούτο φέρνει στην επιφάνεια έναν εσωτερικό προβληματισμό. Μέχρι ποιο σημείο πράγματι οι λαοί ανήκουν ακόμη στην Εκκλησία; Από τη μια, θέλουν να ανήκουν στη Εκκλησία, δεν θέλουν να χάσουν αυτό το θεμέλιο. Από την άλλη, είναι εσωτερικά επηρεασμένοι και διαμορφωμένοι από τη μοντέρνα σκέψη. Όλη η ζωή είναι σημαδεμένη από το μίγμα και τη συνύπαρξη μιας θεμελιακής χριστιανικής θέλησης και μιας νέας φιλοσοφίας. Τούτο δημιουργεί ένα είδος σχιζοφρένειας, μια διασπασμένη ύπαρξη.
Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε ώστε αυτές οι δύο, η Εκκλησία και η μοντέρνα σκέψη, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να συμβιβαστούν προσαρμοζόμενες η μια στην άλλη. Η χριστιανική ύπαρξη δεν πρέπει να καταντήσει ένα αρχαϊκό μόρφωμα το οποίο διατηρώ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και όπου η ζωή εκτυλίσσεται κατά κάποια τρόπο δίπλα στη νεωτερικότητα. Είναι πολύ περισσότερο μια ύπαρξη ζωντανή, μοντέρνα, που δραστηριοποιείται και διαμορφώνει τη νεωτερικότητά μου, και την οποία η τελευταία κυριολεκτικά την ασπάζεται.
Ότι είναι απαραίτητο να διεξάγουμε στο πεδίο αυτό έναν μεγάλο διανοητικό αγώνα, το εκδήλωσα πρόσφατα ιδρύοντας ένα «Ποντιφικό Συμβούλιο για τον νέο ευαγγελισμό». Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να ζούμε και να σκεπτόμαστε τον χριστιανισμό με τέτοιο τρόπο ώστε η καλή, η αληθινή νεωτερικότητα να τον δεχτεί και ταυτόχρονα να διαφοροποιηθεί και να ξεχωρίσει από ό, τι αντιτίθεται στη χριστιανική πίστη.

Η Καθολική Εκκλησία, είναι αντικειμενικά ο πιο μεγάλος οργανισμός του κόσμου, με ένα κεντρικό δίκτυο πάνω σε ολόκληρη τη γήινη σφαίρα που λειτουργεί καλά. Διαθέτει ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια μέλη, τέσσερεις χιλιάδες επισκόπους, τετρακόσιες χιλιάδες ιερείς και εκατομμύρια μοναχούς και μοναχές. Έχει χιλιάδες πανεπιστήμια, μοναστήρια, σχολεία, κοινωνικά ιδρύματα. Μετά το Κράτος, είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης σε Χώρες όπως π.χ. η Γερμανία. Δεν είναι απλά ένα σήμα ποιότητας, με ακλόνητες κατευθυντήριες γραμμές, αλλά έχει τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα. Τη δική της λατρεία, τη δική της ηθική, τα Άγια των αγίων, την Ευχαριστία. Κατόπιν διατηρεί τη νομιμοποίησή της «από ψηλά»και μπορεί να πει για τον εαυτό της: Υπάρχουμε εξ αρχής, είμαστε οι φύλακες του θησαυρού. Τι περισσότερο να πούμε; Δεν είναι παράδοξο, αλλά και σκάνδαλο, που η Εκκλησία αυτή δεν αποδίδει πολύ περισσότερο με αυτό το ασύγκριτο δυναμικό;
Θα πρέπει φυσικά να θέσουμε το παραπάνω ερώτημα; Πρόκειται για τη σύγκρουση των δύο πνευματικών κόσμων: του κόσμου της πίστης και του εκκοσμικευμένου κόσμου. Το ζήτημα είναι να ξέρουμε αν το φαινόμενο αυτό της εκκοσμίκευσης είναι σωστό. Πού η πίστη μπορεί ή οφείλει να ιδιοποιηθεί τις μορφές της νεωτερικότητας; Και πού πρέπει να προβάλλει αντίσταση; Ο μεγάλος αυτός αγώνας διεξάγεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι επίσκοποι στον τρίτο κόσμο μου λένε: και στις Χώρες μας, η εκκοσμίκευση υπάρχει, και συμπίπτει με μορφές ζωής εντελώς αρχαϊκές.
Αναρωτιέται κανείς συχνά πώς είναι δυνατό οι χριστιανοί που προσωπικά είναι ένθερμοι πιστοί, δεν έχουν τη δύναμη να προβάλλουν πιο δυναμικά την πίστη τους στο πολιτικό επίπεδο;
Πριν απ΄όλα πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι άνθρωποι να μην απορρίψουν τον Θεό από τη ζωή τους. Να αναγνωρίζουν τον θησαυρό που κατέχουν. Και στη συνέχεια, από μόνοι τους, και με τη βοήθεια της πίστης τους, να μπορούν να αντιμετωπίζουν την εκκοσμίκευση και να πραγματοποιούν τη διάκριση των πνευμάτων. Η τεράστια αυτή διαδικασία συνιστά την αληθινή μεγάλη προσπάθεια της εποχής μας. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι η εσωτερική δύναμη της πίστης, που είναι παρούσα στους ανθρώπους, θα αποκτήσει επίσης τη δέουσα ισχύ στη δημόσια ζωή, σημαδεύοντας και τη δημόσια σκέψη ώστε η κοινωνία να μην πέσει απλά σε ένα βάραθρο χωρίς πυθμένα.

Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί το εξής: μετά από δυο χιλιετίες, ο χριστιανισμός έχει απλά εξαντληθεί, όπως αυτό συνέβη σε άλλους μεγάλους πολιτισμούς της ιστορίας.
Εξετάζοντας επιφανειακά το θέμα και περιοριζόμενος μόνο στο δυτικό κόσμο, θα μπορούσε κάποιος να κάνει παρόμοια σκέψη. Αν όμως προβούμε σε ακριβέστερη διερεύνηση, κάτι που μπόρεσα ό ίδιος να κάνω μέσω των επισκέψεων των επισκόπων όλου του κόσμου και μέσω πολλών άλλων συναντήσεων, διαπιστώνει ότι ο χριστιανισμός αναπτύσσει σήμερα μια εντελώς νέα δημιουργικότητα. Στη Βραζιλία π.χ. από τη μια υπάρχει σημαντική αύξηση των σεκτών που συχνά είναι ύποπτες επειδή οι περισσότερες υπόσχονται ευημερία και εξωτερική επιτυχία. Από την άλλη υπάρχει μια νέα αφύπνιση των Καθολικών, μια δυναμική νέων κινημάτων, όπως π.χ. οι «κήρυκες του Ευαγγελίου», οι νέοι που, πλημμυρισμένοι από ενθουσιασμό, αναγνωρίζουν το Χριστό ως Υιό του Θεού και θέλουν να μεταδώσουν αυτή την εμπειρία τους στον κόσμο. Καθώς μου λέει ο αρχιεπίσκοπος του Σαν Πάολο, γεννιούνται διαρκώς εκεί νέα κινήματα. Υπάρχει λοιπόν μια δύναμη ανανέωσης και νέας ζωής.
Ή ας σκεφτούμε επίσης αυτό που η Εκκλησία σημαίνει για την Αφρική. Συχνά είναι το μόνο στέρεο και σταθερό σημείο αναφοράς μέσα στις ταραχές και τις καταστροφές των πολέμων, το μόνο καταφύγιο όπου υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. Όπου κάτι γίνεται για τα ανθρώπινα όντα. Η Εκκλησία είναι αφοσιωμένη στο να επιμηκύνει τη ζωή των ανθρώπων, να φροντίζει τους αρρώστους, να διευκολύνει τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Είναι μια δύναμη ζωής που ανανεώνει τον ενθουσιασμό και ανοίγει νέους δρόμους στη ζωή των ανθρώπων.
Κατά ένα τρόπο λιγότερο ορατό, ωστόσο αναντίρρητο, παρακολουθούμε επίσης και εδώ στη Δύση, το λανσάρισμα νέων πρωτοβουλιών των Καθολικών που δεν κατευθύνονται από κάποια Εκκλησιαστική δομή και γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία είναι φθαρμένη και κουρασμένη. Οι πρωτοβουλίες αυτές προέρχονται εκ των έσω, από τη χαρά που κινητοποιεί τους νέους ανθρώπους. Ο χριστιανισμός ίσως παίρνει μια άλλη μορφή και ένα άλλο πολιτισμικό σχήμα. Δεν θέλει να παίρνει τη θέση εκείνου που δίνει εντολές στην παγκόσμια γνώμη. Αυτό γίνεται από άλλους, οι οποίοι και κυβερνούν. Ο χριστιανισμός είναι όμως δύναμη ζωής, χωρίς την οποία τα άλλα πράγματα δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν. Εξαιτίας όλων αυτών που βλέπω και βιώνω εγώ ο ίδιος, είμαι απόλυτα αισιόδοξος από το γεγονός ότι ο χριστιανισμός βρίσκεται σε μια νέα δυναμική.

Παρόλα αυτά, μερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι νόμος της φύσης να επιτρέπει στην ειδωλολατρία να ανακτά κάθε φορά τα εδάφη που ο χριστιανισμός προετοίμασε και κατέστησε καλλιεργήσιμα.
Η δομή του ανθρώπου είναι θεμελιωμένη στο προπατορικό αμάρτημα. Το ότι, εξαιτίας αυτού, η ειδωλολατρία επανεμφανίζεται πάντοτε, είναι μια εμπειρία που διαπερνά όλους τους αιώνες. Έτσι, η αλήθεια του προπατορικού αμαρτήματος επιβεβαιώνεται. Ο άνθρωπος υποτροπιάζει αδιάκοπα εγκαταλείποντας την πίστη. Θέλει να έχει εκ νέου την πλήρη ανεξαρτησία του, να είναι αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό του. Γίνεται ειδωλολάτρης στην πιο βαθιά έννοια του όρου.
Αλλά η Θεία Παρουσία στον άνθρωπο δεν παύει να επανέρχεται και να εκδηλώνεται. Είναι η πάλη που διαπερνά όλη την Ιστορία. Όπως δήλωσε ο Άγιος Αυγουστίνος: η ιστορία του κόσμου είναι μια πάλη μεταξύ δυο μορφών αγάπης: η αγάπη για τον εαυτό μας μέχρι την καταστροφή του κόσμου, και η αγάπη για τους άλλους μέχρι την αυταπάρνηση. Αυτή η πάλη που μπορέσαμε πάντοτε να διαπιστώσουμε, συνεχίζεται ακόμη και τώρα.
Βενέδικτος 16ος
Από τη συνέντευξη που έδωσε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald.
Μεταφράστηκε από τα Γαλλικά υπό του Πέτρου Ανδριώτη.
Σελίδες 75-86 του Βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις bayard 2011

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Η ανυπόκριτη αγάπη

1. Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου
Έχει παρατηρηθεί ένα παράδοξο φαινόμενο. Ο Ιορδάνης ποταμός, κατά τη διαδρομή του, σχηματίζει δύο θάλασσες: τη θάλασσα της Γαλιλαίας και τη Νεκρά θάλασσα. Αλλά ενώ η θάλασσα της Γαλιλαίας σφύζει από ζωή και συγκαταλέγεται μεταξύ των θαλασσών της γης με τα περισσότερα ψάρια, η Νεκρά θάλασσα είναι κυριολεκτικά νεκρή, δεν υπάρχει σ΄αυτήν ίχνος ζωής, και γύρω της δεν συναντάς παρά μόνο αρμύρα. Και όμως πρόκειται για τα ίδια νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Η εξήγηση του φαινομένου, τουλάχιστο κατά ένα μέρος, είναι η εξής: η θάλασσα της Γαλιλαίας δέχεται τα νερά του Ιορδάνη αλλά δεν τα συγκρατεί μέσα της, δεν έχει κανάλια διεξόδου των νερών και έτσι ούτε σταγόνα νερού δεν μπορεί να βγει από αυτήν.

Τα φαινόμενο αυτό είναι ένα σύμβολο. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε δεχόμενοι μόνο αγάπη, οφείλουμε και να προσφέρουμε αγάπη. Αυτό είναι το θέμα των στοχασμών μας κατά τη σημερινή μελέτη. Το νερό που ο Ιησούς μας δίνει πρέπει να γίνει μέσα μας «πηγή αναβλύζουσα» (Ιω. 4,14).

Μετά τους στοχασμούς που σας εξέθεσα στις προηγούμενες δυο μελέτες για την αγάπη του Θεού ως δωρεά, ήρθε η στιγμή να εμβαθύνουμε και στο καθήκον μας να αγαπάμε και ιδιαίτερα να αγαπάμε τον πλησίον. Η σύνδεση μεταξύ των δυο ειδών αγάπης έχει εκφραστεί με προγραμματικό τρόπο από τον λόγο του Θεού: «Αν ο Θεός, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν΄αγαπάμε ο ένας τον άλλο» (Α! Ιω. 4,11).

«Ν’άγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», ήταν η παλαιά εντολή του νόμου του Μωυσή (Λευ.19,18) και ως τέτοια την αναφέρει ο ίδιος ο Ιησούς (Λκ. 10,27). Πώς λοιπόν ο Ιησούς την ονομάζει δική του και νέα εντολή; Η απάντηση είναι ότι με τον Ιησού άλλαξε το αντικείμενο, το υποκείμενο και το κριτήριο της αγάπης του πλησίον.
Πριν απόλα άλλαξε το αντικείμενο, δηλαδή ο πλησίον που πρέπει να αγαπάμε. Αυτός δεν είναι πια μόνο ο συντοπίτης ή το πολύ ο συγκάτοικος, αλλά κάθε άνθρωπος, ακόμα και ο ξένος (ο Σαμαρείτης) και ο εχθρός. Είναι αλήθεια ότι το δεύτερο μέρος της φράσης «θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου», δεν βρίσκεται κατά γράμμα στην Παλιά Διαθήκη, ωστόσο συνοψίζει την γενική κατεύθυνση που εκφράζεται στο νόμο των αντιποίνων «οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος» (Λευ. 24,20), κυρίως όταν αυτός αντιπαραβάλλεται με αυτό που Ιησούς ζητά από τους δικούς του:

«Εγώ όμως σας λέω: Ν΄αγαπάτε τους εχθρούς σας, δίνετε ευχές σ΄αυτούς που σας δίνουν κατάρες, ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και προσεύχεστε γι΄αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν, για να γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, γιατί Αυτός ανατέλλει τον ήλιο του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους. Γιατί, αν αγαπήσετε μόνο όσους σας αγαπούν, πια αμοιβή περιμένετε από τον Θεό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο του φίλους σας, τι παραπάνω κάνετε από τους άλλους; μήπως και οι εθνικοί το ίδιο δεν κάνουν; (Μτ. 5,44-47).

Άλλαξε και το υποκείμενο της αγάπης του πλησίον, δηλαδή η σημασία της λέξης «πλησίον». Πλησίον δεν είναι ο άλλος. Δεν είναι αυτός που βρίσκεται κοντά, αλλά αυτός που πάει κοντά. Με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο Ιησούς δηλώνει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε παθητικά να παρουσιαστεί στο δρόμο μας ο πλησίον με φωτεινά σήματα και εκκωφαντικές σειρήνες. Ο πλησίον είσαι εσύ, δηλαδή αυτός που μπορείς να γίνεις. Δεν υπάρχει πλησίον εξαρχής, θα υπάρξει πλησίον, μόνο αν γίνεις πλησίον κάποιου.

Άλλαξε κυρίως το κριτήριο ή το μέτρο της αγάπης του πλησίον. Μέχρι τον Ιησού, το πρότυπο ήταν η αγάπη του εαυτού μας: «όπως τον εαυτό σου». Και είχε λεχθεί πως ο Θεός δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με αποτελεσματικότερο τρόπο από αυτόν, την αγάπη του πλησίον. Ούτε αν έλεγε: «Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον Θεό σου», θα είχε επιτύχει τον παραπάνω σκοπό, διότι για την αγάπη του Θεού – δηλαδή για το τι σημαίνει να αγαπάς το Θεό – ο άνθρωπος μπορεί, με πολλούς τρόπους να παραπλανήσει, δεν μπορεί όμως να κάνει τούτο για την αγάπη του εαυτού του. Ο άνθρωπος γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει να αγαπάς τον εαυτό σου σε κάθε περίσταση. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα καθρέφτη που δεν επιτρέπει υπεκφυγές.

Παρόλα αυτά υπάρχει μια δυνατότητα υπεκφυγής και γι΄αυτό ο Ιησούς αντικαθιστά το πρότυπο αυτό με ένα άλλο: «Αυτή είναι η δική μου εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο όπως εγώ σας αγάπησα» (Ιω. 15,12). Ο άνθρωπος μπορεί να αγαπά τον εαυτό του με λανθασμένο τρόπο, δηλαδή να επιθυμεί το κακό και όχι το καλό, να θέλει το βίτσιο και όχι την αρετή. Αν ο άνθρωπος αυτός αγαπά τους άλλους «όπως τον εαυτό του» και θέλει για τους άλλους αυτά που θέλει για τον εαυτό του, τότε αλίμονο στα πρόσωπα που αγαπά με αυτό τον τρόπο!

Ενώ γνωρίζουμε πού οδηγεί η αγάπη του Ιησού: στην αλήθεια, στο καλό, στον Πατέρα. Όποιος τον ακολουθεί «δεν βαδίζει στο σκοτάδι». Ο Ιησούς μας αγάπησε δίνοντας τη ζωή του για μας αν και ήμασταν αμαρτωλοί, δηλαδή εχθροί. (Ρωμ. 5,6…).
Έτσι κατανοούμε τι θέλει να πει ο ευαγγελιστής Ιωάννης με την φαινομενικά αντιφατική διαβεβαίωσή του: «Αδερφοί, η εντολή που σας γράφω δεν είναι καινούρια αλλά η παλιά εντολή, που είχατε δεχτεί εξαρχής. Αυτή η εντολή η παλιά είναι το κήρυγμα που αρχικά ακούσατε. Ωστόσο, η εντολή που σας γράφω είναι καινούρια» (Α! Ιω. 2,7-8). Η εντολή της αγάπης του πλησίον είναι «παλιά» κατά το γράμμα, αλλά «καινούρια» μέσα στην ίδια την καινοτομία του Ευαγγελίου. Καινούρια – εξηγεί ο πάπας στο νέο του βιβλίο για τον Ιησού – διότι δεν είναι πια μόνο «νόμος», αλλά επίσης και πριν απόλα, «χάρη». Θεμελιώνεται στην κοινωνία με τον Χριστό, που κατέστη δυνατή από τη δωρεά του Πνεύματος.

Με τον Ιησού περνάμε από τη σχέση των δυο: «Αυτό που ο άλλος κάνει σε σένα, κάντο και συ σ΄αυτόν», στη σχέση των τριών: «Αυτό που ο Θεός έκανε σε σένα, κάντο και συ στον άλλο». Ή ξεκινώντας από την αντίθετη κατεύθυνση: «Αυτό που εσύ θα έχεις κάνει στον άλλο, θα κάνει και ο Θεός σε σένα». Αμέτρητα είναι τα λόγια του Ιησού και των αποστόλων που επαναλαμβάνουν αυτή την αντίληψη: «Όπως ο Θεός συγχώρησε εσάς, έτσι να συγχωρεί ο ένας τον άλλο. Αν δεν συγχωρήσετε από καρδιάς τους εχθρούς σας, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει εσάς». Απορρίπτεται ριζικά η δικαιολογία: «Αλλά αυτός δεν με αγαπά, με προσβάλλει…» Αυτό αφορά εκείνον, όχι εσένα. Εσένα πρέπει να ενδιαφέρει μόνο αυτό που κάνεις στον άλλο και πώς συμπεριφέρεσαι απέναντι σ΄αυτό που κάνει ο άλλος.

Μένει ωστόσο να απαντήσουμε στο κεντρικό ερώτημα: γιατί αυτή η παράξενη παρέκκλιση της αγάπης από το Θεό στον πλησίον; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αναμέναμε: «Όπως εγώ αγάπησα εσάς, έτσι και σεις να αγαπάτε εμένα», αντί: « Όπως εγώ αγάπησα εσάς, έτσι και σεις να αγαπά ο ένας τον άλλο»; Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στον αποκλειστικά σαρκικό έρωτα και στον έρωτα που είναι ταυτόχρονα και αγάπη. Ο αποκλειστικά σαρκικός έρωτας αποτελεί κλειστό κύκλωμα: «Αγάπα με Αλφρέδο, αγάπα με όσο εγώ σε αγαπώ»: έτσι τραγουδούσε η Βιολέτα στην Τραβιάτα του Verdi: Εγώ αγαπώ εσένα, εσύ αγαπάς εμένα. Η γνήσια αγάπη αποτελεί ανοικτό κύκλωμα: Έρχεται από το Θεό και επιστρέφει σ΄Εκείνον, αλλά περνώντας από τον πλησίον. Ο ίδιος ο Ιησούς εγκαινίασε αυτό το νέο είδος αγάπης: «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι σας αγάπησα κι εγώ» (Ιω. 15,9).
Η Αγία Αικατερίνη της Σιένας, έδωσε σ΄αυτό την πιο απλή και πειστική εξήγηση. Αποδίδει στο Θεό τα εξής λόγια:
«Εγώ σας ζητώ να με αγαπάτε με την ίδια αγάπη που έχω για σας. Αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε, διότι εγώ σας αγάπησα χωρίς να έχω αγαπηθεί. Όλη η αγάπη που έχετε για μένα είναι μια αγάπη οφειλής και όχι χάρης εφόσον είστε υποχρεωμένοι να με αγαπάτε, ενώ εγώ σας αγαπώ από χάρη και όχι από οφειλή. Εσείς λοιπόν δεν μπορείτε να μου προσφέρετε την αγάπη που σας ζητώ. Γι΄αυτό έβαλα δίπλα σας τον πλησίον σας: ώστε να κάνετε σ΄αυτόν αυτό που δεν μπορείτε να κάνετε σ΄εμένα, δηλαδή να τον αγαπάτε χωρίς να λαβαίνετε υπόψη την αξία του και χωρίς να αναμένετε από αυτόν κάποιο όφελος. Και εγώ θεωρώ ότι αυτό που κάνετε σ΄αυτόν, το κάνετε σ΄εμένα».

2. Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο με αληθινή καρδιά.

Μετά από αυτούς τους γενικούς στοχασμός πάνω στην εντολή της αγάπης του πλησίον, ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για τις ιδιότητες που πρέπει να έχει αυτή η αγάπη. Αυτές είναι βασικά δυο: αγάπη ειλικρινής και αγάπη έμπρακτη, αγάπη της καρδιάς κι αγάπη, ας πούμε, των χεριών. Αυτή τη φορά θα σταθούμε στην πρώτη ιδιότητα και θα το κάνουμε αφήνοντας τον εαυτό μας να οδηγηθεί από τον μεγάλο τραγουδιστή της αγάπης που είναι ο άγιος Παύλος.
Το δεύτερο μέρος της προς Ρωμαίους επιστολής, είναι ολόκληρο μια αλληλοδιαδοχή νουθεσιών για την αμοιβαία αγάπη μεταξύ των μελών της χριστιανικής κοινότητας: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη (…). Να δείχνετε με στοργή την αγάπη σας για τους άλλους πιστούς, Να συναγωνίζεστε ποιος θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο…» (Ρωμ. 12,9…). «Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο» (Ρωμ. 13,8).

Για να καταλάβουμε το πνεύμα που διατρέχει όλες αυτές τις νουθεσίες, το υπόβαθρο ή καλύτερα το φρόνημα που είχε ο Παύλος για την αγάπη, είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε από αυτά τα αρχικά λόγια: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη!». Τα λόγια αυτά δεν είναι δεν είναι μια από τις πολλές παροτρύνσεις, αλλά η μήτρα από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες. Εμπεριέχουν το μυστικό της αγάπης, Ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε, με τη βοήθεια του Πνεύματος, αυτό ο μυστικό.
Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη, δηλαδή χωρίς υποκρισία. Η λέξη ανυπόκριτη είναι ένα είδος-πληροφοριοδότη. Είναι ένας σπάνιος όρος που στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τον ορισμό της χριστιανικής αγάπης. Η έκφραση «αγάπη ανυπόκριτη», βρίσκεται επίσης στην Β! Κορ. 6,6 και στην Α! Πετρ. 1.22. Το τελευταίο αυτό κείμενο μας επιτρέπει να συλλάβουμε, με απόλυτη βεβαιότητα, τη σημασία του εν λόγω όρου, διότι τον εξηγεί περιφραστικά. «Αγαπήστε ειλικρινά (ανυπόκριτα) – λέει – ο ένας τον άλλο. Η αγάπη σας να είναι ολόψυχη και να βγαίνει από «καθαρή καρδιά» (Α! Πετρ. 1,22).
Ο Άγιος Παύλος λοιπόν με αυτή την απλή διατύπωση: «Η αγάπη να είναι ανυπόκριτη», οδηγεί τη συζήτηση στην ίδια τη ρίζα της αγάπης, στην καρδιά. Αυτό που ζητείται από την αγάπη, είναι να είναι αληθινή, αυθεντική, μη προσποιητή. Όπως το κρασί, για να είναι γνήσιο, πρέπει να έχει στιφθεί από τα σταφύλια, έτσι και η αγάπη πρέπει να προέλθει από την καρδιά. Και σ΄αυτό, ο Απόστολος απηχεί πιστά τη σκέψη του Ιησού. Πράγματι, ο Ιησούς είχε επανειλημμένα και με έμφαση υποδείξει την καρδιά ως το «χώρο» όπου αποφασίζεται η αξία των όσων πράττει ο άνθρωπος, αυτό που είναι αγνό ή ακάθαρτο στη ζωή του (Μτ. 15,19).

Μπορούμε να μιλάμε για μια Παύλεια αντίληψη της αγάπης. Αυτή συνίσταται στην αποκάλυψη, πίσω από τον ορατό και εξωτερικό κόσμο της αγάπης, πίσω δηλαδή από τα έργα και τα λόγια, έναν άλλο κόσμο εσώτατο, ο οποίος σε σχέση με τον πρώτο, είναι όπως η ψυχή για το σώμα. Την αντίληψη αυτή, τη βρίσκουμε και στο άλλο μεγάλο κείμενο για την αγάπη, στην προς Κορινθίους Α! επιστολή, κεφ. 13. Στο κείμενο αυτό, εξετάζοντας με προσοχή τα λόγια του Αγίου Παύλου, διαπιστώνουμε ότι όλα αναφέρονται σε αυτήν την εσωτερική αγάπη, στις διαθέσεις και στα αισθήματα αγάπης: «Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει καλοσύνη, δε ζηλοφθονεί, δεν είναι ευερέθιστος, όλα τα ανέχεται, σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει…». Καμιά αναφορά σ΄αυτό καθαυτό και άμεσα το καλό που κάνουμε ή τα έργα φιλανθρωπίας, αλλά όλα ανάγονται στη ρίζα: να θέλουμε το καλό. Προτάσσεται η καλοσύνη έναντι της αγαθοεργίας.

Ο ίδιος ο Απόστολος εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στους δυο τομείς της αγάπης λέγοντας ότι η πιο μεγάλη πράξη εξωτερικής αγάπης – να μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα – δεν θα ωφελούσε σε τίποτα χωρίς την εσωτερική αγάπη (βλ. Α! Κορ. 13,3). Θα ήταν το αντίθετο της «ειλικρινούς αγάπης». Πράγματι, η υποκριτική αγάπη είναι ακριβώς εκείνη που κάνει το καλό χωρίς να θέλει το καλό, που δείχνει προς τα έξω κάτι που δεν έχει αντιστοιχία στην καρδιά. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε μια επίφαση αγάπης που ίσως κρύβει εγωισμό, αναζήτηση του εαυτού, εκμετάλευση του πλησίον ή απλά τύψεις συνείδησης.

Θα ήταν μοιραίο λάθος να αντιπαραθέσουμε μεταξύ τους την αγάπη της καρδιάς με την αγάπη των έργων ή να καταφύγουμε στην εσωτερική αγάπη για να βρούμε σ΄αυτήν ένα είδος άλλοθι για την έλλειψη έμπρακτης αγάπης. Εξάλλου, λέγοντας ότι χωρίς την αγάπη «σε τίποτα δεν ωφελεί» ακόμα και να μοιράσω τα πάντα στους φτωχούς, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν χρησιμεύει σε κανένα και ότι είναι ανώφελο, σημαίνει μάλλον ότι δεν ωφελεί «εμένα» ενώ μπορεί να ωφελήσει τον φτωχό που δέχεται την προσφορά.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να μειώσουμε τη σημασία των έργων φιλανθρωπίας (θα το δούμε προσεχώς), όσο να εξασφαλίσουμε σ΄αυτά ένα γερό θεμέλιο ενάντια στον εγωισμό και στις άπειρες δολιότητές του. Ό Άγιος Παύλος θέλει οι χριστιανοί να είναι «ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη» (Εφ. 3,17) δηλαδή η αγάπη να είναι η ρίζα και το θεμέλιο πάντων.

Αγαπώ ειλικρινά σημαίνει αγαπώ σε αυτό το βάθος. Εδώ δεν μπορώ πια να ψεύδομαι, διότι είμαι μόνος μπροστά στον εαυτό μου, μόνος μπροστά στον καθρέφτη της συνείδησής μου, υπό το βλέμμα του Θεού. «Αγαπά τον αδελφό – γράφει ο άγιος Αυγουστίνος – αυτός που, μπροστά στο Θεό, εκεί όπου μόνο αυτός βλέπει, εφησυχάζει την καρδιά του και αναρωτιέται βαθιά μέσα του αν πραγματικά ενεργεί έτσι από αγάπη για τον αδελφό. Και το βλέμμα εκείνο που διεισδύει στην καρδιά, εκεί όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει, δίνει μαρτυρία γι΄αυτό». Ήταν λοιπόν ειλικρινής η αγάπη του Παύλου για τους Εβραίους όταν έλεγε: «Λέω την αλήθεια, - μάρτυράς μου ο Χριστός – δε λέω ψέματα. Η συνείδησή μου, που την κατευθύνει το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή πως λέω την αλήθεια, Λυπούμαι πάρα πολύ, και μια θλίψη βαραίνει αδιάκοπα την καρδιά μου, Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από το Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδερφοί μου» (Ρωμ. 9,1-3).

Για να είναι γνήσια, η χριστιανική αγάπη, πρέπει λοιπόν να πηγάζει από μέσα μας , από την καρδιά μας. Τα έργα φιλανθρωπίας, από «τα σπλάχνα φιλανθρωπίας» (Κολ.3,12). Ωστόσο, οφείλουμε αμέσως να αποσαφηνίσουμε ότι εδώ πρόκειται για κάτι πολύ ριζικότερο από μια απλή «εσωτερίκευση», δηλαδή από μια μετατόπιση του τονισμού (της υπογράμμισης), από την εξωτερική πρακτική της αγάπης στην εσωτερική πρακτική. Αυτό είναι μόνο το πρώτο βήμα. Η εσωτερίκευση καταλήγει στη θέωση! Ο χριστιανός, - έλεγε ο άγιος Πέτρος – είναι αυτός που αγαπά «με αληθινή καρδιά»: αλλά με ποια καρδιά; Με «τη νέα καρδιά και το νέο Πνεύμα» που λάβαμε στο βάπτισμα.

Όταν ο χριστιανός αγαπά με αυτόν τον τρόπο, είναι ο ίδιος ο Θεός που αγαπά μέσω αυτού. Συμβαίνει όπως με την παρηγοριά, που δεν είναι άλλο παρά μια μορφή αγάπης: «Ο Θεός μας παρηγορεί σε κάθε μας θλίψη, ώστε να μπορούμε κι εμείς να παρηγορούμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη με την παρηγοριά με την οποία παρηγορηθήκαμε εμείς από το Θεό» (Β! Κορ. 1,4). Εμείς παρηγορούμε με την παρηγοριά που λάβαμε από το Θεό, αγαπάμε με την αγάπη με την οποία αγαπηθήκαμε από το Θεό. Η ίδια παρηγοριά και αγάπη του Θεού περνά μέσα από εμάς στον πλησίον. Αυτό εξηγεί τη φαινομενικά δυσανάλογη απήχηση που έχει μερικές φορές μια απλούστατη πράξη αγάπης, συχνά ακόμα και κρυφή, αλλά και την ελπίδα και το φως που δημιουργεί τριγύρω της.

3. Η αγάπη είναι εποικοδομητική
Όταν μιλάνε για αγάπη, τα γραπτά των αποστόλων ποτέ δεν μιλάνε γενικά και αφηρημένα. Το φόντο είναι πάντοτε η εποικοδόμηση της χριστιανικής κοινότητας. Με άλλα λόγια, ο πρώτος χώρος άσκησης της αγάπης πρέπει να είναι η Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα ακόμα η ζωντανή κοινότητα, τα πρόσωπα που έχουν μεταξύ τους καθημερινές σχέσεις. Έτσι πρέπει να συμβαίνει και σήμερα, ιδιαίτερα στην καρδιά της Εκκλησίας μεταξύ αυτών που εργάζονται σε στενή επαφή με τον άγιο Πατέρα.
Για κάποια περίοδο, στην αρχαιότητα, υπήρξε η συνήθεια να ορίζουν με τον όρο αγάπη, όχι μόνο το αδελφικό γεύμα που οι χριστιανοί έπαιρναν μαζί, αλλά και το σύνολο της Εκκλησίας. Ο μάρτυρας άγιος Ιγνάτιος της Αντιοχείας χαιρετά την Εκκλησία της Ρώμης ως αυτήν «που προΐσταται της αγάπης», δηλαδή της «χριστιανικής αδελφοσύνης», του συνόλου της Εκκλησίας.
Η φράση αυτή, δεν δηλώνει μόνο το γεγονός του πρωτείου της Εκκλησίας της Ρώμης, αλλά και τη φύση του, ή τον τρόπο άσκησής του: δηλαδή την αγάπη. Μπορεί δε να μεταφραστεί με δυο τρόπους: Η Εκκλησία της Ρώμης «προΐσταται της αγάπης», ή «προΐσταται εν αγάπη», με αγάπη.

Η Εκκλησία έχει επείγουσα ανάγκη από μια δυνατή φλόγα αγάπης που να θεραπεύσει τις αδυναμίες της. Σε ομιλία του, ο Παύλος 6ος, έλεγε: «Η Εκκλησία έχει ανάγκη να νοιώσει ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητές της κατακλύζονται ξανά από το κύμα της γνήσιας αγάπης που ξεχύθηκε στις καρδιές μας από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα που δόθηκε σ΄εμάς». Μόνο η αγάπη θεραπεύει, και το λάδι του Σαμαρείτη. Λάδι, διότι πρέπει να επιπλέει πάνω σε όλα, όπως επιπλέει πάνω στα διάφορα υγρά. «Πάνω απ΄όλα να έχετε αγάπη, που είναι ο σύνδεσμος όλων και οδηγεί στην τελειότητα» (Κολ. 3,14). Πάνω από όλα, super omnia! Λοιπόν και πάνω από την πίστη και την ελπίδα, την πειθαρχία, την εξουσία, αν και, προφανώς, η ίδια πειθαρχία και εξουσία μπορούν να είναι εκδηλώσεις αγάπης.

Ένας τομέας που πρέπει να προσέξουμε και μέσα στον οποίο μπορούμε να κάνουμε πολλά, είναι αυτός των αμοιβαίων κατακρίσεων. Ο Παύλος έγραφε στους Ρωμαίους: «Γιατί κατακρίνεις τον αδελφό σου; Γιατί περιφρονείς τον αδελφό σου;…Ας σταματήσουμε να κατακρίνουμε τους άλλους» (Ρωμ. 14, 10.13). Πριν τον Παύλο, ο Ιησούς είχε πει: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. (…) Πώς μπορείς να βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νοιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι:» (Μτ. 7,1-3). Δηλώνει, με αυτόν τον τρόπο, ότι η αμαρτία του πλησίον (η αμαρτία που κατακρίνεται), οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, είναι ένα σκουπιδάκι, σε σχέση με την αμαρτία αυτού που κατακρίνει (η αμαρτία της κατάκρισης), που είναι ολόκληρο δοκάρι. Το δοκάρι είναι η ίδια η πράξη της κατάκρισης. Τόσο σοβαρή είναι στα μάτια του Θεού!

Η συζήτηση για τις κατακρίσεις είναι βέβαια λεπτή και σύνθετη και πρέπει να την ολοκληρώσουμε, αλλιώς θα μοιάζει μη ρεαλιστική. Πράγματι, πώς γίνεται να ζούμε την καθημερινή μας ζωή χωρίς να κρίνουμε; Η κρίση εμπεριέχεται ακόμα και σε μια ματιά μας. Δεν είναι δυνατό να παρατηρούμε, να ακούμε, να ζούμε χωρίς να προβαίνουμε σε αξιολογήσεις, χωρίς να κρίνουμε.
Ο γονέας, ο ηγούμενος, ο εξομολόγος, ο δικαστής, ο οποιοσδήποτε έχει μια κάποια ευθύνη για άλλους, οφείλει να κρίνει. Και μάλιστα μερικές φορές, όπως είναι η περίπτωση πολλών στην Κούρια, η κρίση, είναι ακριβώς το είδος της υπηρεσίας που καλούνται να προσφέρουν στην κοινωνία ή στην Εκκλησία.
Πράγματι, δεν είναι η κρίση που πρέπει να αφαιρέσουμε από την καρδιά μας, αλλά το δηλητήριο της κρίσης μας! Δηλαδή το φθόνο, την καταδίκη. Στο κείμενο του Λουκά, η εντολή του Ιησού: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός», ακολουθείται αμέσως, σαν να θέλει να εξηγήσει το νόημα αυτής της φράσης, με την εντολή: «Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός» (Λκ. 6,37). Αυτή καθαυτή η κρίση, είναι μια πράξη ουδέτερη, μπορεί να καταλήξει είτε σε καταδίκη είτε σε συγχώρηση και δικαίωση. Οι αρνητικές κρίσεις είναι εκείνες που μέμφεται ο λόγος του Θεού, αυτές που μαζί με την αμαρτία καταδικάζουν και τον αμαρτωλό, αυτές που στοχεύουν περισσότερο στην τιμωρία παρά στη διόρθωση του αδελφού.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ειλικρινούς αγάπης είναι η εκτίμηση: «Να συναγωνίζεστε ποιος θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο» (Ρωμ. 12,10). Για να εκτιμήσεις τον αδελφό, είναι ανάγκη να μην εκτιμάς υπερβολικά τον εαυτό σου, να μην είσαι πάντοτε σίγουρος γι΄αυτόν, καθώς λέει ο Απόστολος: «Μη φρονείτε για τον εαυτό σας παραπάνω απ΄ό,τι πρέπει να φρονείτε»( Ρωμ. 12,3). Αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι σαν τον άνθρωπο που, νύκτα, βάζει μπροστά στα μάτια του ένα εκτυφλωτικό φως: δεν κατορθώνει να δει τίποτε άλλο πέρα από αυτό το φως, Δεν κατορθώνει να δει τα φώτα των αδελφών, τα χαρίσματά τους, τις αξίες τους.

«Ελαχιστοποιώ», πρέπει να γίνει το αγαπημένο μας ρήμα στις σχέσεις με τους άλλους: Ελαχιστοποιούμε τα χαρίσματά μας και τα ελαττώματα του άλλου. Ενώ να μην ελαχιστοποιούμε τα ελαττώματά μας και τα χαρίσματα του άλλου, καθώς συχνά έχουμε την τάση να κάνουμε, είναι διαμετρικά το αντίθετο πράγμα! Εδώ ταιριάζει απόλυτα ο μύθος του Αισώπου. Στην επεξεργασία που έκανε ο La Fontaine, ο μύθος αυτός είναι ο εξής:
«Όταν πάει στο λιβάδι,
στον ώμο του ο καθένας,
φέρει ένα διπλό δισάκι.
Στο δισάκι που είναι εμπρός,
ευχαρίστως ο καθένας,
τα ελαττώματα του άλλου βάζει,
τα δικά του όμως θέλει,
στο δισάκι του στην πλάτη».

Οφείλουμε να αναστρέψουμε τα πράγματα: να τοποθετήσουμε τα ελαττώματά μας στο δισάκι που έχουμε μπροστά μας και τα ελαττώματα των άλλων σ΄αυτό που βρίσκεται πίσω μας. Ο άγιος Ιάκωβος συμβουλεύει: «Μην κακολογείτε ο ένας τον άλλον» (Ιακ. 4,11). Το κουτσομπολιό σήμερα άλλαξε όνομα, λέγεται gossip (κουσκούσι). Παρουσιάζεται ως κάτι το αθώο, ωστόσο είναι από τα πράγματα που δηλητηριάζουν περισσότερο την ανθρώπινη συμβίωση. Δεν αρκεί να μην κακολογούμε τους άλλους, πρέπει να εμποδίζουμε και αυτούς που είναι στην παρέα μας να το κάνει δίνοντάς τους να καταλάβουν, έστω και σιωπηρά, ότι διαφωνούμε σ΄αυτό. Πόσο ωραία αισθανόμαστε σ΄ένα περιβάλλον όπου λαβαίνεται σοβαρά υπόψη η συμβουλή του αγίου Ιακώβου! Σε πολλούς δημόσιους χώρους υπήρχε κάποτε η επιγραφή: «Εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα» ή «Εδώ δεν επιτρέπεται η βλασφημία».Δεν θα ήταν κακό να αντικαταστήσουμε αυτές τις επιγραφές με τη φράση: «Εδώ δεν επιτρέπεται το κουσκούσι!»

Ολοκληρώνουμε τη μελέτη αυτή, ακούγοντας, σαν να απευθύνεται σ΄εμάς, την παρότρυνση του Αποστόλου προς την κοινότητα των Φιλίππων: «Γεμίστε την καρδιά μου με χαρά ζώντας με ομόνοια, έχοντας την ίδια αγάπη μεταξύ σας, έχοντας όλοι μια ψυχή, ένα φρόνημα. Μην κάνετε τίποτε από ανταγωνισμό ή από ματαιοδοξία, αλλά με ταπεινοφροσύνη ας θεωρεί ο καθένας ανώτερό του τον άλλο. Ας μη φροντίζει ο καθένας σας μόνο για ό, τι ενδιαφέρει τον ίδιο, αλλά και για ό, τι ωφελεί τους άλλους» (Φιλ. 2,2-5).

Πατέρας Raniero Cantalamessa Ofmcap

Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Ο Θεός είναι αγάπη

Η πρώτη και βασικότερη αγγελία που η Εκκλησία είναι επιφορτισμένη να μεταδώσει στον κόσμο και την οποία ο κόσμος αναμένει από την Εκκλησία, είναι αυτή της αγάπης του Θεού. Αλλά για να είναι σε θέση οι αγγελιαφόροι να μεταδώσουν αυτήν τη βεβαιότητα, είναι απαραίτητο οι ίδιοι να είναι βαθιά εμποτισμένοι από αυτήν και να αποτελεί το φως της ζωής τους. Αυτόν το σκοπό θέλει να υπηρετήσει, τουλάχιστο κατά ένα ελάχιστο μέρος, η παρούσα μελέτη.
Η έκφραση «αγάπη του Θεού», επιδέχεται δύο ερμηνείες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: στη μια ο Θεός είναι αντικείμενο, στην άλλη ο Θεός είναι υποκείμενο. Η μια δηλώνει την αγάπη μας για τον Θεό, η άλλη δηλώνει την αγάπη του Θεού για μας. Ο άνθρωπος, που από τη φύση του είναι περισσότερο ενεργητικός παρά παθητικός, που αισθάνεται περισσότερο πιστωτής παρά οφειλέτης, έδωσε πάντοτε προτεραιότητα στην πρώτη ερμηνεία, σ΄αυτό που εμείς κάνουμε για τον Θεό. Ακόμα και το χριστιανικό κήρυγμα ακολούθησε αυτή την οδό, μιλώντας σε κάποιες εποχές, σχεδόν αποκλειστικά για το «καθήκον» να αγαπάμε τον Θεό («De diligendo Deo”).
Αλλά η βιβλική αποκάλυψη δίνει προτεραιότητα στην δεύτερη ερμηνεία: στην αγάπη «του» Θεού, όχι στην αγάπη «προς» τον Θεό. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως ο Θεός κινεί τον κόσμο «επειδή αγαπιέται», δηλαδή επειδή είναι αντικείμενο αγάπης και τελικός σκοπός όλων των πλασμάτων . Όμως η Βίβλος λέει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι ο Θεός δημιουργεί και κινεί τον κόσμο επειδή αγαπά τον κόσμο. Το πιο σημαντικό πράγμα, σε σχέση με την αγάπη του Θεού, δεν είναι λοιπόν ότι ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, αλλά ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και τον αγαπά «πρώτος»: «Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε» (Α! Ιω. 4,10). Από αυτό εξαρτώνται όλα τα άλλα, ακόμα και η ίδια η ικανότητά μας να αγαπάμε τον Θεό: «Εμείς αγαπάμε τον Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μας αγάπησε» (Α1 Ιω. 4,19).

1. Η αιώνια αγάπη του Θεού.
Ο Ιωάννης είναι ο άνθρωπος των μεγάλων αλμάτων. Στην ανασύνθεση της επίγειας ζωής του Χριστού, οι άλλοι σταμάτησαν στην γέννησή του από τη Μαρία, ενώ ο Ιωάννης κάνει το μεγάλο άλμα προς τα πίσω και ξεκινά από την αιωνιότητα. «Απ΄όλα πριν υπήρχε ο Λόγος». Το ίδιο κάνει και για την αγάπη. ‘Όλοι οι άλλοι, ακόμα και ο Παύλος, μίλησαν για τη αγάπη του Θεού που φανερώθηκε στην ιστορία και κορυφώθηκε στον θάνατο του Χριστού. Εκείνος ανατρέχει πέραν της ιστορίας. Δεν μας παρουσιάζει μόνο έναν Θεό που αγαπά, αλλά έναν Θεό που είναι αγάπη. «Απ’ όλα πριν υπήρχε η αγάπη, κι η αγάπη ήτανε με το Θεό, κι ήταν Θεός η Αγάπη»: έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε την διαβεβαίωσή του: «Ο Θεός είναι αγάπη» (Α! Ιω. 4,8).
Ο άγιος Αυγουστίνος, αναφερόμενος στην φράση αυτή του Ιωάννη λέει: «Σε όλη αυτή την Επιστολή και σε όλες τις σελίδες της Γραφής, αν δεν υπήρχε κανένα άλλο εγκώμιο της αγάπης εκτός από αυτήν μόνο τη φράση, ότι δηλαδή ο Θεός είναι αγάπη, δεν θα έπρεπε να ζητούμε περισσότερο» . Όλη η Βίβλος δεν κάνει άλλο παρά να «διηγείται την αγάπη του Θεού» . Αυτή είναι η είδηση που στηρίζει και εξηγεί όλες τις άλλες. Γίνονται ατέλειωτες συζητήσεις και όχι μόνο στη σημερινή εποχή, αν υπάρχει Θεός. Αλλά εγώ πιστεύω πως το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι να ξέρουμε αν υπάρχει Θεός, αλλά αν ο Θεός είναι αγάπη . Στην υπόθεση που υπάρχει αλλά δεν είναι αγάπη, θα έπρεπε περισσότερο να φοβόμαστε παρά να χαιρόμαστε για την ύπαρξή του, όπως πράγματι συνέβη σε διάφορους λαούς και πολιτισμούς. Η χριστιανική πίστη μας διαβεβαιώνει: Ο Θεός υπάρχει και είναι αγάπη!

Η αφετηρία του ταξιδιού μας είναι η αγία Τριάδα. Γιατί οι χριστιανοί πιστεύουν στην αγία Τριάδα; Η απάντηση είναι: επειδή πιστεύουν ότι ο Θεός είναι αγάπη. Εκεί όπου ο Θεός νοείται ως Ύψιστος Νόμος ή Υπέρτατη εξουσία, προφανώς δεν υπάρχει ανάγκη περισσότερων προσώπων και για το λόγο αυτό δεν γίνεται κατανοητή η Τριάδα. Το δίκαιο και την εξουσία μπορεί να τα διαχειριστεί ένα μόνο πρόσωπο, την αγάπη όμως όχι.
Δεν υπάρχει αγάπη που να μην είναι αγάπη για κάτι ή για κάποιον, όπως -σύμφωνα με τον φιλόσοφο Husserl – δεν υπάρχει γνώση, που να μην είναι γνώση κάποιου πράγματος. Ποιον αγαπά ο Θεός για να έχει οριστεί αγάπη; Την ανθρωπότητα; Αλλά οι άνθρωποι υπάρχουν μόνο από μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πριν από τους ανθρώπους, ποιον αγαπούσε ο Θεός για να έχει οριστεί αγάπη; Δεν μπορεί να έχει αρχίσει να είναι αγάπη σε κάποιο σημείο του χρόνου, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να αλλάξει την υπόστασή του. Αγαπούσε τον κόσμο; Αλλά ο κόσμος υπάρχει από κάποια δισεκατομμύρια χρόνια. Πριν από αυτόν, ποιον αγαπούσε ο Θεός για να είναι δυνατό να οριστεί αγάπη; Τον εαυτό του; Αλλά το να αγαπάς τον εαυτό σου, δεν είναι αγάπη, είναι εγωισμός ή όπως λένε οι ψυχολόγοι ναρκισσισμός.
Και ιδού η απάντηση της χριστιανικής αποκάλυψης την οποία η Εκκλησία παρέλαβε από τον Χριστό και ανέπτυξε στο πιστεύω της. Ο Θεός ο Ίδιος είναι αγάπη πριν από τον χρόνο, επειδή από πάντοτε έχει μέσα του έναν Υιό, τον Λόγο, που αγαπά με μιαν άπειρη αγάπη που είναι το Άγιο Πνεύμα. Σε κάθε αγάπη υπάρχουν πάντοτε τρεις πραγματικότητες ή υποκείμενα: ένας που αγαπά, ένας που αγαπιέται, και η αγάπη που τους ενώνει.

2. Η αγάπη του Θεού στην δημιουργία
Όταν αυτή η αγάπη ξεδιπλώνεται στο χρόνο, έχουμε την ιστορία της σωτηρίας. Ο πρώτος σταθμός της είναι η δημιουργία. Η αγάπη από τη φύση της είναι “diffusivum sui”(διαχυτική), έχει δηλαδή την τάση να μεταδίδεται. Και επειδή «η πράξη ακολουθεί το είναι», ο Θεός όντας αγάπη, δημιουργεί από αγάπη. «Γιατί μας έπλασε ο Θεός;»: ήταν η δεύτερη ερώτηση της παλιάς κατήχησης. Και η απάντηση: «Για να τον γνωρίσουμε, να τον αγαπάμε, να τον υπηρετούμε σε αυτή την ζωή και να τον απολαύσουμε κατόπιν στον παράδεισο». Απάντηση σωστή, αλλά ατελής. Απαντά στο ερώτημα: «για ποιο τελικό σκοπό μας έπλασε ο Θεός». Δεν απαντά στην αιτία που προκάλεσε την πλάση μας: «Γιατί μας έπλασε, τι τον ώθησε να μας πλάσει». Στο ερώτημα αυτό δεν πρέπει να απαντήσουμε: «για να τον αγαπάμε», αλλά μας έπλασε «επειδή μας αγαπούσε».

Πόσο απέχει, στο σημείο αυτό, η χριστιανική θεώρηση της προέλευσης του κόσμου από εκείνη του άθεου επιστημονισμού! ‘Ένας από τους πιο βαθείς πόνους για έναν νέο ή νέα, είναι να ανακαλύψει μια μέρα ότι ήρθε στον κόσμο τυχαία, ότι δεν ήταν επιθυμητός και αναμενόμενος, και ότι ίσως γεννήθηκε από κάποιο λάθος των γονιών του. Ο άθεος επιστημονισμός φαίνεται ότι έχει επιστρατευτεί για να επιβάλλει μιας τέτοιας μορφής πόνου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κανένας δε θα μπορούσε να μας πείσει για το γεγονός ότι είμαστε πλασμένοι από αγάπη, καλύτερα από την αγία Αικατερίνη της Σιένας μέσα από μια φλογερή προσευχή προς την αγία Τριάδα:
«Πώς έπλασες, λοιπόν, αιώνιε Πατέρα, αυτό το πλάσμα σου; (…). Η φωτιά σε υποχρέωσε. Ω άφατη αγάπη, αν και μέσα στο δικό σου φως έβλεπες όλες τις ανομίες που το πλάσμα σου θα διέπραττε ενάντια στην άπειρη καλοσύνη σου, εσύ προσποιόσουν πως δεν βλέπεις, αλλά το βλέμμα σου στάθηκε στο κάλλος του πλάσματός σου, το οποίο, ως τρελός και συνεπαρμένος, ερωτεύτηκες και από αγάπη απέσπασες από σένα δίνοντάς του την εικόνα και την ομοίωσή σου. Εσύ, αιώνια αλήθεια, φανέρωσες σ’ εμέ την αλήθειά σου, δηλαδή ότι η αγάπη σε υποχρέωσε να την πλάσεις.»
Τούτο δεν είναι μόνο αγάπη, αγάπη ευσπλαχνίας, δωρεάς και συγκατάβασης, είναι επίσης έρωτας στη καθαρή του μορφή. Είναι έλξη για το αντικείμενο της αγάπης, εκτίμηση και γοητεία για το κάλλος του.

3. Η αγάπη του Θεού στην αποκάλυψη
Ο δεύτερος σταθμός της αγάπης του Θεού είναι η αποκάλυψη, η Γραφή. Ο Θεός μας μιλά για την αγάπη του πριν απόλα στους προφήτες. Στον Ωσηέ λέει: «Όταν ο Ισραήλ ήταν παιδί, τον αγάπησα (…). Εγώ δίδαξα τον Εφραΐμ να περπατάει, τον κράτησα στην αγκαλιά μου (…). Προσεκτικά τους οδηγούσα, δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης. Τους φρόντιζα σαν το γεωργό, που βγάζει το ζυγό απ’ τη γελάδα του, για να μπορεί ελεύθερα να φάει, κι ακόμα ο ίδιος σκύβει για να την ταΐσει (…). Πώς θα μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω, Εφραΐμ; (…) Ραγίζει η καρδιά μου όταν το σκέφτομαι, πονώ για σας» (Ωσηέ 11,1-9).

Την ίδια αυτή γλώσσα την βρίσκουμε ξανά στον Ησαΐα: «Μπορεί τάχα η μάνα το βρέφος της να λησμονήσει, και να μη δείξει την αγάπη της στο σπλάχνο της που γέννησε;» (Ης.49,15) και στον Ιερεμία: «Ο Εφραΐμ είναι ο πολυαγαπημένος μου γιος, τα χαϊδεμένο μου παιδί. Κάθε φορά που τον τιμωρώ εξακολουθώ να τον σκέφτομαι. Γι’ αυτό η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά γι’ αυτόν. Πάντα θα τον σπλαχνίζομαι.» (Ιερ. 31,20).
Στους χρησμούς αυτούς, η αγάπη του Θεού εκφράζεται ταυτόχρονα ως πατρική και μητρική: αγάπη φροντίδας, παρότρυνσης, επίπληξης, όπως αυτή κάθε πατέρα. Αγάπη σπλαχνική, τρυφερή, καλοσύνης και συμπόνιας, όπως αυτή κάθε μητέρας.

Ο άνθρωπος γνωρίζει εκ πείρας ένα άλλο είδος αγάπης, αυτό για το οποίο λέγεται ότι είναι «δυνατό όπως ο θάνατος και ότι οι φλόγες του είναι φλόγες φωτιάς» και ο Θεός προσέτρεξε ακόμα και σ’ αυτό το είδος αγάπης, στη Βίβλο, για να μας δώσει μια ιδέα για την γεμάτη πάθος αγάπη του για μας. Όλα τα στάδια και οι περιπέτειες της συζυγικής αγάπης ανακαλούνται στη μνήμη και χρησιμοποιούνται προς τον σκοπό αυτόν: η γοητεία της αγάπης στο αρχικό στάδιο των αρραβώνων (βλ. Ιερ. 2,2), η πληρότητα της χαράς την ημέρα των γάμων (βλ. Ης. 62,5), το δράμια της ρήξης (βλ. Ωσηέ 2,4..) και τέλος η γεμάτη ελπίδα αναγέννηση, του παλαιού δεσμού (βλ. Ωσηέ 2,16. Ης. 54,8).

Η γαμήλια αγάπη είναι βασικά μια αγάπη επιθυμίας και επιλογής. Γι’ αυτό, αν είναι αληθές πως ο άνθρωπος επιθυμεί τον Θεό, είναι αληθές, μυστηριωδώς, και το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Θεός επιθυμεί τον άνθρωπο, θέλει και εκτιμά την αγάπη του, χαίρεται γι΄αυτήν «όπως χαίρεται ο γαμπρός για τη νύφη» (Ης. 62,5).

Καθώς επισημαίνει. ο άγιος Πατέρας στην Εγκύκλιό του «Ο Θεός είναι αγάπη», η γαμήλια μεταφορά που διαπερνά σχεδόν όλη την Βίβλο και εμπνέει την φρασεολογία της «Διαθήκης», είναι η καλύτερη επιβεβαίωση ότι και η αγάπη του Θεού είναι έρωτας και αγάπη, είναι δίνω και αναζητώ μαζί. Η αγάπη αυτή δεν μπορεί να αναχθεί σε απλή φιλευσπλαχνία, σε «προφορά ελεημοσύνης», υπό την περιορισμένη έννοια του όρου.

4. Η αγάπη του Θεού στην ενσάρκωση
Έτσι φθάνουμε στον κορυφαίο σταθμό της αγάπης του Θεού, την ενσάρκωση. «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε γι’ αυτόν τον μονογενή του Υιό» (Ιω. 3,16). Εμπρός στην ενσάρκωση τίθεται το ίδιο ερώτημα που θέσαμε για την δημιουργία. Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος; Επί μεγάλο διάστημα η απάντηση ήταν: για να μας λυτρώσει από την αμαρτία. Ο Duns Scoto εμβάθυνε στην απάντηση αυτή καταλήγοντας ότι το θεμελιώδες κίνητρο της ενσάρκωσης είναι η αγάπη, όπως άλλωστε και όλα τα άλλα έργα προς τα έξω της αγίας Τριάδας.
Ο Θεός, λέει ο Scoto, καταρχήν αγαπά τον εαυτό του. Κατά δεύτερο λόγο, θέλει να υπάρχουν άλλα όντα που να τον αγαπούν. Αν αποφασίζει για την ενσάρκωση είναι για να υπάρξει ένα άλλο ον που να τον αγαπά με την πιο μεγάλη δυνατή αγάπη έξω από Αυτόν . Η ενσάρκωση λοιπόν θα είχε συμβεί ακόμη και αν ο Αδάμ δεν είχε αμαρτήσει. Ο Χριστός είναι ο πρώτος τον οποίον σκέφτηκε, ο πρώτος το οποίον θέλησε ο Θεός, «ο πρωτότοκος όλης της κτίσεως» (Κολ. 1,15), όχι η λύση του προβλήματος που ανέκυψε με την αμαρτία του Αδάμ.
Αλλά και η απάντηση του Scoto είναι ημιτελής και πρέπει να συμπληρωθεί στη βάση αυτών που μας λέει η Γραφή για την αγάπη του Θεού. Ο Θεός θέλησε την ενσάρκωση του Υιού, όχι μόνο για να έχει κάποιον έξω από Αυτόν ο οποίος να τον αγαπά αντάξια, αλλά επίσης και πάνω απόλα για να έχει κάποιον έξω από Αυτόν τον οποίον να αγαπά αντάξια. Και αυτός είναι ο Υιός που έγινε άνθρωπος, στον οποίον ο Πατέρας «βρίσκει όλη την ευαρέσκειά του» και με τον οποίον όλοι εμείς γίναμε «παιδιά του Θεού».

Ο Χριστός είναι η ύψιστη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο όχι μόνο με την αντικειμενική έννοια, υπό μορφή άψυχου ενέχυρου που δίνεται σε κάποιον, ως απόδειξη αγάπης. Είναι απόδειξη και με την υποκειμενική έννοια. Με άλλα λόγια, ο Χριστός δεν είναι μόνο η απόδειξη της αγάπης του Θεού, αλλά είναι η ίδια η αγάπη του Θεού που πήρε την ανθρώπινη μορφή για να μπορεί να αγαπά και να αγαπιέται μέσα από την κατάστασή μας. Στην αρχή υπήρχε η αγάπη και «η αγάπη έγινε άνθρωπος»: έτσι παραφράζει τα λόγια του Προλόγου του Ιωάννη, ένα αρχαιότατο χριστιανικό έγγραφο .
Ο άγιος Παύλος επινόησε μια ειδική έκφραση γι’ αυτό τον νέο τρόπο αγάπης του Θεού, την ονομάζει: «η αγάπη του Θεού που είναι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 8,39). Αν η αγάπη μας για τον Θεό, πρέπει στο εξής να εκφράζεται συγκεκριμένα σε αγάπη για τον Χριστό, είναι γιατί η αγάπη του Θεού για μας εκφράστηκε και συγκεντρώθηκε πρώτα στον Χριστό.

5. Η ξεχυθείσα στις καρδιές αγάπη του Θεού
Η απροθυμία πολλών εξηγητών και θεολόγων να δεχτούν τον «εξιλεωτικό» χαρακτήρα του θανάτου του Χριστού, και μάλιστα να δεχτούν τον ίδιο τον θάνατο του Ιησού ως συμβάν που θέλησε ο Πατέρας και δέχτηκε ελεύθερα και για πάντοτε ο Υιός (ο Άγιος Πατέρας μιλά εκτενώς γι’ αυτό στο νέο του βιβλίο περί του Ιησού) εξαρτάται, πιστεύω, από το γεγονός ότι ξεκινούν από κάθε δυνατή και νοητή «προκατανόηση», εκτός από την μοναδική που μας προσφέρει η Γραφή, δηλαδή ότι ο Θεός είναι αγάπη και όλα όσα κάνει –συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής του θανάτου του Υιού – είναι αγάπη.

«Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμ. 8,32): όπως στην ιστορία της θυσίας του Ισαάκ από την οποία πάρθηκε ( Γεν. 22,16), αυτή η φράση δεν θέλει να πει: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε από τη δικαιοσύνη του ούτε τον Υιό». Θέλει να πει: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά έκανε τη μεγάλη θυσία να τον παραδώσει στον θάνατο για χάρη όλων μας». Αν αυτό δεν είναι αγάπη…

Όμως η ιστορία της αγάπης του Θεού δεν τερματίζει με το Πάσχα. Προεκτείνεται στην Πεντηκοστή που καθιστά παρούσα και ενεργό «την αγάπη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού» ως το τέλος του κόσμου. «Μείνετε πιστοί στην αγάπη μου» (Ιω. 15,9), είχε πει ο Ιησούς και ο Ιωάννης προσθέτει: «Μας έδωσε το Πνεύμα του. Έτσι είμαστε βέβαιοι πως είμαστε σε κοινωνία με το Θεό και ο Θεός σε κοινωνία μ’ εμάς» (Α! Ιω. 4,13). Δεν είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε μόνο με την ανάμνηση τη αγάπης του Θεού, ως κάτι που ανήκει στο παρελθόν. «Η αγάπη του Θεού γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε» (Ρωμ. 5,5).

Τι είναι αυτή η αγάπη που γέμισε την καρδιά μας στο Βάπτισμα; Είναι ένα συναίσθημα του Θεού για μας; Μια καλοσυνάτη διάθεση απέναντί μας; Μια προδιάθεση; Κάτι δηλαδή που σκοπεύει κάπου; Είναι περισσότερο. Είναι κάτι πραγματικό. Είναι κυριολεκτικά η αγάπη του Θεού, δηλαδή η αγάπη που βιώνεται στην Τριάδα ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, η οποία με την ενσάρκωση πήρε ανθρώπινη μορφή και τώρα μοιράζεται μ’ εμάς υπό την μορφή της «κατοίκησης». «Ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του» (Ιω. 14,23).

Εμείς γινόμαστε «μέτοχοι της θείας φύσεως» (Β! Πε. 1,4), δηλαδή μέτοχοι της αγάπης του Θεού. Βρεθήκαμε από χάρη, εξηγεί ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, μέσα στη δίνη της αγάπης που από πάντοτε βιώνεται, στην Τριάδα, μεταξύ του Πατέρα και του Υιού . Καλύτερα ακόμα: μέσα στη δίνη της αγάπης που βιώνεται, τώρα, στον ουρανό, μεταξύ του Πατέρα και του Υιού, του αναστημένου απ΄τους νεκρούς Ιησού Χριστού, του οποίου είμαστε τα μέλη.

6. Εμείς πιστέψαμε στην αγάπη του Θεού
Ιδού, σεβαστοί πατέρες, αδελφοί και αδελφές, αυτό που φτωχικά περιέγραψα, είναι η αντικειμενική αποκάλυψη της αγάπης του Θεού μέσα στην ιστορία. Τι θα κάνουμε, τι θα πούμε αφού ακούσαμε πόσο ο Θεός μας αγαπά; Μια πρώτη απάντηση είναι: να αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο τον Θεό. Αυτό δεν είναι η πρώτη και η μεγαλύτερη εντολή; Ναι, αλλά αυτή έρχεται μετά. Άλλη πιθανή απάντηση: να αγαπάμε ο ένας τον άλλο όπως ο Θεός μας αγάπησε! Ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν λέει πως, αν ο Θεός μας αγάπησε, «οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο» (Α! Ιω. 4,11); Ναι, αλλά και αυτό, έρχεται μετά. Πρώτα, υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να κάνουμε: να πιστέψουμε στην αγάπη του Θεού! Αφού είπε ότι «ο Θεός είναι αγάπη» ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφωνεί: «Εμείς πιστέψαμε στην αγάπη που ο Θεός έχει για μας» (Α! Ιω. 4,16).
Η πίστη λοιπόν. Αλλά εδώ πρόκειται για μια ειδική πίστη: την πίστη-κατάπληξη, την πίστη-δύσπιστη (παράδοξο, αλλά αληθινό!), την πίστη που δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό που πιστεύει, έστω και αν το πιστεύει. Πως είναι δυνατό ο Θεός, απόλυτα ευτυχισμένος μέσα στην αιώνια μακαριότητά του, να θέλησε όχι μόνο να μας πλάσει, αλλά και να έρθει ο ίδιος αυτοπροσώπως να υποφέρει ανάμεσά μας; Πώς τούτο είναι δυνατό; Ιδού, αυτή είναι η πίστη-κατάπληξη, η πίστη που χαρίζει ευτυχία.
Ο μεγάλος μετεστραμμένος και απολογητής της πίστης Clive Staples Lewis ( ο συγγραφέας του αφηγηματικού κύκλου της Narnia, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στις οθόνες), έγραψε ένα μοναδικό μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Οι Επιστολές των Berlicche». Είναι επιστολές που ένας γηραιός διάβολος γράφει σε ένα νεαρό και άπειρο διαβολάκο που έχει στρατευτεί πάνω στη γη για να παραπλανήσει ένα νεαρό Λονδρέζο που μόλις έχει αρχίσει να ζει την χριστιανική πίστη. Σκοπό έχει να τον εκπαιδεύσει στις κινήσεις που πρέπει να κάνει προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Είναι μια μοντέρνα, λεπτότατη πραγματεία ηθικής και ασκητικής, που θα πρέπει να διαβαστεί από την ανάποδη, δηλαδή κάνοντας ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποδεικνύεται.
Σε κάποιο σημείο παρακολουθούμε ένα είδος συζήτησης που διεξάγεται μεταξύ των δαιμόνων. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι ο Εχθρός (έτσι ονομάζουν τον Θεό) αγαπά πραγματικά «τα ανθρώπινα σκουλήκια και επιθυμεί την ελευθερία τους». Είναι βέβαιοι πως αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Σίγουρα αυτό είναι μια απάτη, ένα τέχνασμα. Ερευνούμε, λένε, από την ημέρα που ο «Πατέρας μας» (έτσι ονομάζουν τον Εωσφόρο), ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, απομακρύνθηκε από Αυτόν. Ακόμα δεν ανακαλύψαμε τίποτε, αλλά κάποια μέρα θα τα καταφέρουμε . Η αγάπη του Θεού για τα πλάσματά του, είναι γι’ αυτούς το μυστήριο των μυστηρίων. Και πιστεύω πως, τουλάχιστο σε αυτό, οι δαίμονες έχουν δίκιο.
Θα νόμιζε κανένας ότι η πίστη είναι εύκολη και ευχάριστη. Ωστόσο ίσως είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει και για μας τα ανθρώπινα πλάσματα. Πιστεύουμε πραγματικά ότι ο Θεός μας αγαπά; Όχι πως δεν πιστεύουμε αληθινά, ή τουλάχιστο ότι δεν πιστεύουμε αρκετά! Αλλά ότι αν πιστεύαμε, ξαφνικά η ζωή, εμείς οι ίδιοι, τα πράγματα, τα γεγονότα, ο ίδιος ο πόνος, τα πάντα, θα μεταμορφώνονταν εμπρός στα μάτια μας. Την ίδια τη σημερινή ημέρα θα ήμασταν μαζί του στον παράδεισο, διότι ο παράδεισος δεν είναι παρά τούτο: να απολαμβάνουμε πλήρως την αγάπη του Θεού.

Ο κόσμος κατέστησε όλο και πιο δύσκολο να πιστεύεις στην αγάπη. Όποιος προδόθηκε ή πληγώθηκε μια φορά, φοβάται να αγαπήσει ή να αγαπηθεί, διότι γνωρίζει πόσο πόνο προκαλεί να βρεθείς απατημένος. Έτσι, αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός αυτών που δεν κατορθώνουν να πιστέψουν στην αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και σε κάποια αγάπη. Η δυσπιστία και ο κυνισμός είναι το χαρακτηριστικό σημάδι της εκκοσμικευμένης κουλτούρας μας. Σε προσωπικό επίπεδο υπάρχει κατόπιν η εμπειρία της φτώχειας και της μιζέριας που μας κάνει να λέμε: «Ναι, αυτή η αγάπη του Θεού είναι ωραία, αλλά δεν είναι για μένα. Εγώ δεν είμαι άξιος γι’ αυτήν…».

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ξέρουν ότι ο Θεός τους αγαπά και κανένας δεν είναι σε καλύτερη θέση από τους μαθητές του Χριστού για να τους δώσει αυτή την καλή είδηση. Υπάρχουν διάφοροι άλλοι στον κόσμο που συμμερίζονται μαζί με τους χριτιανούς τον φόβο του Θεού, την μέριμνα για την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό του ανθρώπου, για την ειρήνη και την ανοχή. Αλλά κανένας – λέω κανένας – μεταξύ των φιλοσόφων, ακόμα μεταξύ των θρησκειών δεν λέει στον άνθρωπο ότι ο Θεός τον αγαπά, ότι τον αγαπά πρώτα Εκείνος, και μάλιστα με αγάπη ευσπλαχνίας και επιθυμίας: με έρωτα και αγάπη.
Ο Άγιος Παύλος μας υποδεικνύει μια μέθοδο για να εφαρμόσουμε στην συγκεκριμένη ύπαρξή μας το φως της αγάπης του Θεού: Γράφει: «Τι, λοιπόν, μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος; Εμείς όμως βγαίνουμε νικητές μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού, ο οποίος μας αγάπησε» (Ρωμ. 8,35’37). Οι κίνδυνοι και οι εχθροί της αγάπης του Θεού που απαριθμεί είναι αυτοί που, στην πράξη δοκίμασε στη ζωή του: οι στενοχώριες, οι διωγμοί, ο μαρτυρικός θάνατος… ( Βλ. Β! Κορ. 11,23 …). Ο Παύλος φέρνει στο νου του τα βάσανα αυτά και διαπιστώνει ότι κανένα από αυτά δεν είναι τόσο δυνατό ώστε να μπορεί να σταθεί μπροστά στη σκέψη της αγάπης του Θεού.

Καλούμαστε να κάνουμε όπως εκείνος: να κοιτάξουμε τη ζωή μας, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται, να φέρουμε στην επιφάνεια τους φόβους που φωλιάζουν μέσα μας, τις στενοχώριες, τις απειλές, τα συμπλέγματα, τα φυσικά ή ηθικά ελαττώματα, την οδυνηρή ανάμνηση που μας ταπεινώνει και να εκθέσουμε όλα αυτά στο φως της σκέψης ότι ο Θεός με αγαπά.

Από την προσωπική του ζωή, ο Απόστολος διευρύνει την ματιά του στον κόσμο που τον περιβάλλει. “Είμαι πραγματικά βέβαιος πως ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας” (Ρωμ. 8,37-39). Παρατηρεί τον κόσμο “του” με τις δυνάμεις που τον καθιστούσαν απειλητικό: τον θάνατο με το μυστήριό του, την παρούσα ζωή με τα θέλγητρά της, τις αστρικές και καταχθόνιες δυνάμεις που προκαλούσαν τόσο τρόμο στους ανθρώπους της εποχής του.
Εμείς μπορούμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα: να κοιτάξουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει και μας προκαλεί φόβο. Το «ύψος» και τα «βάθος», είναι για μας τώρα το απείρως μεγάλο σε ύψος και το απείρως μικρό σε βάθος, η οικουμένη και το άτομο. Όλα είναι έτοιμα να μας συντρίψουν. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος και μόνος, μέσα σε ένα σύμπαν τόσο μεγαλύτερο από αυτόν, που έγινε επιπλέον ακόμα πιο απειλητικό, μετά τις επιστημονικές ανακαλύψεις που έκανε και τις οποίες δεν κατορθώνει να ελέγξει, όπως δραματικά μας αποδεικνύει η υπόθεση των ατομικών αντιδραστήρων της Φουκουσίμα.

Όλα μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, όλες οι βεβαιότητες μπορούν να κλονιστούν, αλλά ποτέ αυτή: ότι ο Θεός μας αγαπά και είναι πιο δυνατός από τα πάντα. «Η βοήθειά μας είναι στο όνομα του Κυρίου που έπλασε τον ουρανό και τη γη».
Π. Raniero Cantalamessa OFMCap
Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης



Παραπομπές
Aristotele, Metafisica, XII, 7, 1072b.

S. Agostino, Trattati sulla Prima lettera di Giovanni, 7, 4.

S. Agostino, De catechizandis rudibus, I, 8, 4: PL 40, 319.

Cf. S. Kierkegaard, Discorsi edificanti in diverso spirito, 3: Il Vangelo delle sofferenze, IV.

Duns Scoto, Opus Oxoniense, I,d.17, q.3, n.31; Rep., II, d.27, q. un., n.3

Evangelium veritatis (dai Codici di Nag-Hammadi).
Cf. Benedetto XVI, Gesù di Nazaret, II Parte, Libreria Editrice Vaticana 2011, pp. 135 s.

Cf. S. Giovanni della Croce, Cantico spirituale A, strofa 38.

C.S. Lewis, The Screwtape Letters, 1942, cap. XIX; trad. ital. Le lettere di Berlicche, Milano, Mondadori, 1998