Τα προβλήματα της κοινωνίας δεν μειώθηκαν. Με νέα επιτακτικότητα, θέτουν τα ερωτήματα που αναφέρονται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή: ποιες είναι οι αξίες μας, ποια είναι τα σημεία αναφοράς μας; Με τι ακριβώς ασχολούμαστε; Πώς θέλουμε να ζήσουμε στο μέλλον;
Βλέπουμε καθαρά ότι ο κόσμος κινδυνεύει σήμερα να βυθιστεί στην άβυσσο. Ότι ένα οικονομικό σύστημα απαλλαγμένο από δικλείδες προστασίας, μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα ληστρικό καπιταλισμό που εξαφανίζει ανεκτίμητες αξίες. Ότι το να ζούμε τρέχοντας και κάτω από μεγάλη πίεση, όχι μόνο μας κατακουράζει, αλλά μας κάνει να χάνουμε τα σημεία αναφοράς μας. Ότι δίπλα σε μια κοινωνία που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αναπτύσσεται επίσης μια κοινωνία απροσανατόλιστη που δεν παραδέχεται πια σήμερα αυτό που της φαινόταν ακόμη σωστό μέχρι χθες, και αύριο θα θεωρήσει σωστό αυτό που σήμερα θεωρείται λάθος.
Βλέπουμε να εμφανίζονται συμπτώματα που παίρνουν διαστάσεις μαζικών φαινομένων, νέες μανίες και πάθη όπως τα τυχερά παιχνίδια και η πορνογραφία. Μέσα στην τρέλα της βελτιστοποίησης που κατέλαβε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, βλέπουμε να εμφανίζεται ένα στρες στην εργασία τους, από το οποίο πρακτικά δεν μπορούν να βγουν.
Εξάλλου οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση παιδιών που υποφέρουν από την απώλεια οικογενειακών σχέσεων. Και την κυριαρχία των ΜΜΕ που ανέπτυξαν μια κουλτούρα σπασίματος των ταμπού, αποκτήνωσης και ηθικής αποβλάκωσης. Έχουμε και τις «υπηρεσίες» των ηλεκτρονικών μέσων που θα μπορούσαν να χειραγωγήσουν και να καταστρέψουν τις ανθρώπινες ιδιότητές μας.
Άγιε Πατέρα, η Εκκλησία προσέφερε πάντοτε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των πολιτισμών. Αλλά σήμερα, σε πολλές χώρες, διαχέεται μια στάση απαξίωσης και ολοένα πιο συχνά, μια στάση μίσους απέναντι στην χριστιανική θρησκεία. Τι ακριβώς συνέβη;
Από τη μια μεριά, η εξέλιξη της «προοδευτικής» σκέψης των μοντέρνων χρόνων και της επιστήμης, δημιούργησε ένα πνεύμα ικανό να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι «η υπόθεση του Θεού», - για να επαναλάβουμε την έκφραση του Laplace -, είναι περιττή. Σήμερα ο άνθρωπος νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό ίδιος μόνος του όλα όσα, άλλοτε, ανέμενε από τον Θεό και μόνο από Αυτόν. Μέσα σε αυτό το μοντέλο σκέψης, υποτίθεται επιστημονικό, τα πράγματα της πίστης εμφανίζονται αρχαϊκά, μυθικά, σαν να ανήκουν σε ένα ξεπερασμένο πολιτισμό. Συνεπώς η θρησκεία, - τουλάχιστο η χριστιανική -, θεωρείται ως ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Τον 18ο αιώνα, ήδη ο Διαφωτισμός, βεβαίωνε πως μια μέρα ο Πάπας, αυτός ο Δαλαϊλάμα της Ευρώπης, θα πρέπει να εκλείψει. Ο Διαφωτισμός αισθανόταν ότι όφειλε να εξαλείψει οριστικά αυτές τις οπισθοδρομήσεις που ανάγονται σε μύθο.
Είναι άραγε πρόβλημα εξουσίας που οφείλεται στο γεγονός ότι μια φιλελεύθερη κοινωνία δεν ανέχεται πια ουδεμία κριτική; Είτε είναι επίσης πρόβλημα επικοινωνίας που συνδέεται με το γεγονός ότι η Εκκλησία, με τις φαινομενικά παραδοσιακές αξίες της, με τις έννοιες όπως αμαρτία, τύψεις, μεταστροφή, κτλ, δεν έχει πια κανένα μήνυμα να μεταδώσει;
Θα έλεγα ότι είναι και τα δυο. Αυτή η σκέψη που είχε τόση επιτυχία και η οποία περιέχει πολλά σωστά πράγματα, μετέβαλε τον θεμελιώδη προσανατολισμό του ανθρώπου σε σχέση με την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος δεν αναζητεί πια το μυστήριο, το θείο, απεναντίας, πιστεύει ότι η επιστήμη θα καταφέρει οπωσδήποτε μια μέρα να αποκρυπτογραφήσει όλα όσα δεν κατανοούμε μέχρι σήμερα. Δεν είναι παρά ζήτημα χρόνου να θέσει υπό τον έλεγχό του τα πάντα.
Έτσι το κριτήριο επιστημονικότητας έγινε το υπέρτατο κριτήριο. Πρόσφατα, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ από το να γελάσω όταν άκουσα στην τηλεόραση πως αποδείχτηκε πια επιστημονικά ότι η τρυφερότητα των μητέρων ήταν ωφέλιμη στα παιδιά. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς παράλογες τις μελέτες αυτές, ή ότι στηρίζονται σε μια εσφαλμένη, λαϊκίστικη και παιδική αντίληψη της επιστήμης, αλλά τούτο φανερώνει επίσης ένα μοντέλο σκέψης όπου η πίστη στο μυστήριο, στη δράση του Θεού, με μια λέξη όλη η θρησκευτική διάσταση της ανθρώπινης ζωής, θεωρούνται ξεπερασμένα ως μη επιστημονικά και δεν έχουν πια καμιά θέση στη ζωή μας. Είναι η μια άποψη των πραγμάτων.
Και η άλλη;
Η άλλη είναι ακριβώς ότι η επιστήμη ανακαλύπτει ξανά τα όριά της, ότι πολλοί επιστήμονες αναρωτιούνται εκ νέου για τη προέλευση όλων αυτών και ότι συνεπώς οφείλουμε να θέσουμε ξανά το ρώτημα αυτό. Τούτο διευκολύνει μια νέα κατανόηση της θρησκευτικότητας του ανθρώπου. Δηλαδή ως ένα φαινόμενο που δεν είναι μυθολογικής ή αρχαϊκής φύσης, αλλά θεμελιώνεται στην εσωτερική συνοχή του λόγου, με τον ίδιο τρόπο που το Ευαγγέλιο θέλησε και διακήρυξε με ακρίβεια την πίστη.
Αλλά όπως έχω ήδη πει, η θρησκευτικότητα οφείλει να βρει τρόπους να αναγεννηθεί μέσα σε αυτό το ευρύ περιβάλλον και ταυτόχρονα νέες μορφές έκφρασης και κατανόησης. Για τον σημερινό άνθρωπο δεν είναι πια εύκολο να κατανοήσει ότι το αίμα που έχυσε ο Χριστός πάνω στο σταυρό είναι μια εξιλέωση για τις αμαρτίες του. Αυτές είναι σημαντικότατες διατυπώσεις, φορτωμένες με αλήθεια, αλλά δεν έχουν πια θέση, από μόνες τους, μέσα σε όλη τη δομή σκέψης μας και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Πρέπει να τις ερμηνεύσουμε και να τους δώσουμε μια νέα δυνατότητα κατανόησης. Οφείλουμε π.χ. να κατανοήσουμε εκ νέου ότι το κακό πρέπει να καταστεί αντικείμενο αληθινής μελέτης. Δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο να το απωθήσουμε ή να το ξεχάσουμε. Πρέπει να μελετηθεί και να μεταβληθεί εκ των έσω.
Αυτό τι σημαίνει;
Τούτο σημαίνει ότι η εποχή μας ζητεί αληθινά έναν νέον ευαγγελισμό. Πρέπει να αναγγείλουμε το Ευαγγέλιο με τη μεγάλη αμετάβλητη ορθολογικότητά του, αλλά επίσης με τη δύναμη του που ξεπερνά την ορθολογικότητα, ώστε να πάρει ξανά τη θέση του μέσα στη σκέψη μας και στην κατανόησή μας.
Όποιες μεταμορφώσεις και αν υποστεί, ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε ο ίδιος. Δεν θα υπήρχαν τόσοι θρησκευόμενοι πιστοί, αν οι άνθρωποι δεν είχαν πάντοτε στο βάθος της καρδιάς τους την ακόλουθη αίσθηση: ναι, αυτό που λέγεται μέσα στη θρησκεία, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη. Η επιστήμη μόνη της, με τον τρόπο που απομονώνεται και αποκτά την αυτονομία της, δεν καλύπτει την ολότητα της ζωής μας. Είναι ένας τομέας που μας προσφέρει πολύτιμες και μεγάλες υπηρεσίες, αλλά για να πετύχει τούτο, είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να παραμείνει άνθρωπος.
Είδαμε καθαρά ότι η πρόοδος, ασφαλώς συνέβαλε στην ανάπτυξη των ικανοτήτων μας, αλλά όχι και στην περεταίρω ανάπτυξη του μεγαλείου μας και της ανθρωπιάς μας. Πρέπει να βρούμε ξανά μια εσωτερική ισορροπία καθώς επίσης και να αναπτυχθούμε πνευματικά: τούτο το βλέπουμε, ολοένα και περισσότερο, μέσα στις μεγάλες δυσκολίες της εποχής μας. Ακόμη και κατά τις πολυάριθμες συναντήσεις μου με τους μεγάλους αρχηγούς Κρατών, αισθάνομαι έντονα το γεγονός ότι ο κόσμος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη δύναμη της θρησκευτικής αυθεντίας.
Πριν μιλήσουμε για τα προβλήματα της Καθολικής εκκλησίας και για το μέλλον της Εκκλησίας, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι είναι η Εκκλησία, αυτός ο «πνευματικός οργανισμός», όπως τον είχατε κάποτε αποκαλέσει. Σε μια ομιλία σας, είχατε επαναλάβει μια φράση του Παύλου 6ου, ο οποίος έλεγε ότι αγαπά την Εκκλησία σε τέτοιο βαθμό που επιθυμεί διαρκώς «να την σφίγγει στην αγκαλιά του, να την ασπάζεται, να την αγαπά». Και επεξηγώντας τη φράση αυτή ο πάπας προσέθετε: «θα ήθελα τέλος πάντων να καταλάβω την Εκκλησία στην ολότητά της: την ιστορία της, το σχέδιό της για θεία σωτηρία, τον τελικό προορισμό της, την πολυπλοκότητά της». Ο Παύλος 6ος κατέληγε με τις εξής λέξεις: «το μυστηριώδες σώμα του Χριστού».
Με τα λόγια αυτά, ο Παύλος 6ος, επανέλαβε αυτό που ανέπτυξε ο Άγιος Παύλος που όρισε την Εκκλησία ως τη μόνιμη ενσάρκωση, ως ζωντανό οργανισμό. Ο απόστολος Παύλος δεν αντιλαμβανόταν την Εκκλησία ως έναν θεσμό, ως μιαν οργάνωση, αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό μέσα στον οποίο οι χριστιανοί δρουν όλοι μαζί και με αλληλεπίδραση μεταξύ τους στο μέτρο που είναι ενωμένοι με τον Χριστό. Είναι μια εικόνα που έχει βάθος και είναι πολύ ρεαλιστική, κυρίως διότι πιστεύουμε ότι στην Ευχαριστία λαβαίνουμε πραγματικά τον Χριστό, τον Αναστημένο. Και αν ο καθένας λαβαίνει τον ίδιο τον Χριστό, είμαστε όλοι πολύ καλά συναγμένοι μέσα σε αυτό το νέο αναστημένο σώμα, μέσα στον ευρύ χώρο μιας νέας ανθρωπότητας. Αυτό είναι σημαντικό να το καταλάβουμε για να μην αντιλαμβανόμαστε την Εκκλησία ως έναν μηχανισμό που οφείλει να κάνει κάθε τι το δυνατό – χωρίς να αρνούμαστε αυτόν τον μηχανισμό στο πλαίσιο ορισμένων ορίων – αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό ο οποίος πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό.
Σε πολλές χώρες, ενώσεις λαϊκών, μάχονται για μιαν ανεξαρτησία έναντι της Ρώμης και για μιαν ιδιάζουσα Εκκλησία, εθνική και δημοκρατική. Έτσι το Βατικανό εμφανίζεται ως μια δικτατορία, ο πάπας ως ένας άνθρωπος που επιβάλλει τις απόψεις του με αυταρχικό τρόπο. Εξετάζοντας δε την κατάσταση προσεκτικότερα, παρατηρούμε ότι η αύξηση των κεντρόφυγων δυνάμεων είναι μεγαλύτερη από εκείνη των ομόκεντρων, ότι η απείθεια προς τη Ρώμη είναι μεγαλύτερη από την αλληλεγγύη με τη Ρώμη. Αυτή η πάλη προσανατολισμού, που διαρκεί από δεκαετίες, δεν προκάλεσε επίσης εδώ και πολύν καιρό ένα είδος σχίσματος στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας;
Καταρχάς θα έλεγα ότι ο πάπας δεν έχει τη δύναμη να πετύχει κάτι με τη βία. Η «δύναμή» του εξαρτάται αποκλειστικά από μια πεποίθηση που κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι εξαρτώνται οι μεν από τους δε και ότι ο πάπας είναι επιφορτισμένος με μιαν αποστολή την οποία δεν επωμίστηκε με δική του πρωτοβουλία. Μόνο αυτή η πεποίθηση επιτρέπει σ΄αυτό το σύνολο να λειτουργήσει. Μόνο αυτή η πεποίθηση επιτρέπει επίσης στην Εκκλησία να ζει σε κοινωνία. Λαβαίνω πολλές επιστολές, τόσο από απλούς ανθρώπους όσο και από προσωπικότητες ανωτάτου επιπέδου, που μου λένε: «Δεν είμαστε παρά ένα με τον πάπα, είναι για μας ο βικάριος του Χριστού και ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου. Να είστε βέβαιος ότι πιστεύουμε και ότι ζούμε σε κοινωνία μαζί σας».
Εννοείται ότι υπάρχουν – και τούτο δεν είναι χθεσινό φαινόμενο – δυνάμεις κεντρόφυγες, μια τάση να διαμορφωθούν εθνικές Εκκλησίες και ορισμένες πράγματι εμφανίστηκαν. Αλλά ακριβώς σήμερα, μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, μέσα στην αναγκαιότητα μιας εσωτερικής παγκόσμιας κοινότητας, είναι πολύ εμφανές ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τάσεις αναχρονιστικές.
Είναι φανερό ότι μια Εκκλησία δεν μπορεί να αναπτυχθεί όταν απομονώνεται και περιορίζεται στο εθνικό επίπεδο κλείνοντας τον εαυτό της μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτισμικό χώρο και δίνοντας σ΄αυτόν απόλυτη αξία. Η Εκκλησία όμως έχει ανάγκη από ενότητα, έχει ανάγκη από αυτό που ονομάζουμε πρωτείο.
Μου προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δήλωση του Ρώσου ορθοδόξου θεολόγου John Meyendorff, που ζει στην Αμερική, ότι το αυτοκέφαλο των ορθοδόξων Εκκλησιών συνιστά το μεγαλύτερό τους πρόβλημα. Θα είχαμε ανάγκη, έλεγε, ενός πρώτου, ενός πριμάτου. Αυτό συζητείται και μέσα σε άλλες χριστιανικές κοινότητες. Τα προβλήματα της μη Καθολικής χριστιανοσύνης, είτε αυτά είναι θεολογικά είτε πραγματιστικά, οφείλονται εν πολλοίς στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα όργανο που να εξασφαλίζει την ενότητά της. Είναι λοιπόν σαφές ότι ένα όργανο αυτού του τύπου είναι αναγκαίο. Και ασφαλώς αυτό δεν θα ενεργεί με δικτατορικό τρόπο αλλά δια της εσωτερικής κοινωνίας της πίστης. Βέβαια οι κεντρόφυγες τάσεις δεν θα εκλείψουν, αλλά η εξέλιξη, η γενική κατεύθυνση της ιστορίας, μας το λένε: η Εκκλησία έχει ανάγκη ενός οργάνου για να εξασφαλίζει την ενότητα.
Κατά τις δεκαετίες που μας προηγήθηκαν, καμιά ποιμαντική εμπειρία μέσα στις πολυάριθμες εκκλησιαστικές Επαρχίες δεν απορρίφτηκε στην πράξη μέσα στην προσπάθεια για «εκμοντερνισμό» της Εκκλησίας. Αν δεχτούμε την κριτική που εξέφρασε ο φιλόσοφος Rudiger Safranski, η Εκκλησία είχε μεταβληθεί σε «ένα ψυχρό θρησκευτικό σχέδιο», σε ένα «μίγμα κοινωνικής ηθικής, θεσμικής αντίληψης της εξουσίας, ψυχοθεραπείας, τεχνικών περισυλλογής, μουσειακής υπηρεσίας, πολιτιστικής διαχείρισης και κοινωνικού έργου». Σύμφωνα με τους κριτικούς, θέλοντας να μιμηθεί όλους τους άλλους, ο χριστιανικός λαός έπαψε να αντιλαμβάνεται ότι η πίστη φυτρώνει πάνω σε εντελώς διαφορετικές ρίζες από εκείνες των δυτικών κοινωνιών της καλοπέρασης. Στο μεταξύ πολλοί θεολόγοι και ιερείς έχουν τόσο απομακρυνθεί από την θεμελιώδη γραμμή της Εκκλησίας, ώστε συχνά είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς σ΄αυτούς ένα Καθολικό προφίλ.
Τι δεν λειτούργησε σωστά;
Είναι ακριβώς οι διαλυτικές δυνάμεις που δρουν μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Σ΄αυτές προστίθεται η θέληση να προσεγγιστεί το κοινό. ΄Η ακόμη η επιθυμία να βρεθεί μια οποιαδήποτε νησίδα, μια παρθένα γη στην οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε μορφή κατά το δοκούν. Υπάρχουν κατόπιν δυο δυνατότητες: ή θα στραφούμε στον πολιτικό μοραλισμό, όπως στην περίπτωση της θεολογίας της απελευθέρωσης και σε άλλες εμπειρίες για να δώσουμε ένα είδος επικαιρότητας στον χριστιανισμό, ή θα μετακινηθούμε προς την ψυχοθεραπεία και την άνεση, δηλαδή προς μορφές όπου η θρησκεία ταυτίζεται με μια πρακτική που στοχεύει σε μια μορφή συνολικής άνεσης.
Η αιτία όλων αυτών των προσπαθειών βρίσκεται στην εγκατάλειψη της αληθινής ρίζας: της πίστης. Αυτό που στη συνέχεια απομένει – το περιγράψατε πολύ καλά με τις αναφορές σας – είναι σχέδια που έγιναν από ανθρώπους, τα οποία ίσως έχουν μια περιορισμένη υπαρξιακή αξία, αλλά δεν δημιουργούν πειστική κοινωνία με τον Θεό και δεν μπορούν επίσης να ενώσουν μόνιμα τους ανθρώπους αναμεταξύ τους. Είναι νησίδες πάνω στις οποίες εγκαθίστανται κάποια άτομα και είναι ουσιαστικά εφήμερες διότι, καθώς είναι πολύ γνωστό, η μόδα αλλάζει.
Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε αναγκασμένοι να θέσουμε το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν, σε πολλές χώρες της Δύσης, όλοι οι μαθητές να σπουδάζουν επί σειράν ετών την Καθολική θρησκεία αλλά χωρίς να γνωρίζουν τελικά τα βασικά χαρακτηριστικά του Καθολικισμού; Και όλα αυτά συμβαίνουν κάτω από την ευθύνη των εκκλησιαστικών Επαρχιών.
Είναι ένα ερώτημα που θέτω και εγώ στον εαυτό μου. Στη Γερμανία, κάθε παιδί από εννέα μέχρι 13 ετών, παρακολουθεί μαθήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης. Πώς γίνεται και η εκπαίδευση αυτή αφήνει τόσο λίγα ίχνη στους νέους; Είναι ακατανόητο. Στο σημείο αυτό οι Επίσκοποι οφείλουν πράγματι να μελετήσουν σοβαρά τον τρόπο που θα μπορεί να δώσει ένα νέο πνεύμα, μια νέα μορφή και αποτελεσματικότητα στην κατήχηση.
Στα θρησκευτικά ΜΜΕ επίσης έχει φωλιάσει μια «κουλτούρα αμφιβολίας» που σήμερα θεωρείται «chic». Έτσι, άρθρα ολόκληρα επαναλαμβάνουν, χωρίς κριτικό πνεύμα, τα συνθήματα που προέρχονται από την τακτική κριτική κατά της Εκκλησίας. Υπάρχουν Επίσκοποι, που ακολουθούν τους συμβούλους τους στα ΜΜΕ οι οποίοι τους συνιστούν να διατηρούν χαμηλό προφίλ προκειμένου να προφυλάξουν την φιλελεύθεροι εικόνα τους. Επιπλέον, μεγάλοι όμιλοι ΜΜΕ, που ανήκουν στην Εκκλησία απαλείφουν τα θρησκευτικά βιβλία από τον επίσημο κατάλογό τους… Δεν είναι λοιπόν προβληματικό να θέλουμε ακόμη να μιλούμε με πειστικό τρόπο για τον νέο ευαγγελισμό;
Είναι φαινόμενα που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε παρά με θλίψη. Υπάρχουν πράγματι κατά κάποιον τρόπο επαγγελματίες Καθολικοί που ζουν από την ιδιότητά τους ως Καθολικοί, αλλά η πηγή της πίστης δεν επηρεάζει παρά ελάχιστα την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Οφείλουμε αληθινά να φροντίσουμε ώστε αυτό να αλλάξει. Παρατηρώ την Ιταλία – όπου οι θρησκευτικές θεσμικές επιχειρήσεις είναι πολύ λιγότερες – ότι παίρνονται πρωτοβουλίες όχι επειδή η Εκκλησία οργανώνει κάτι ως θεσμός, αλλά επειδή υπάρχουν χριστιανοί με βαθιά πίστη. Τα αυθόρμητα κινήματα δεν γεννιούνται από έναν θεσμό, αλλά από μια πίστη αυθεντική.
Η Εκκλησία οφείλει να βρίσκεται πάντοτε εν δράσει, να είναι διαρκώς «σε πορεία.» Ο πάπας δεν αναρωτιέται επίσης αν, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι σωστό να προσπαθεί να εμποδίσει αυτά τα ακαταμάχητα φαινόμενα, αφού απλά ανταποκρίνονται στην αναγκαία πολιτισμική διαδικασία την οποία η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί;
Εννοείται ότι θα πρέπει πάντοτε να ερευνούμε αν, ακόμη και όσα στο παρελθόν θεωρήθηκαν κατ΄αυσίαν χριστιανικά, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά έκφραση μιας συγκεκριμένης εποχής. Με μια λέξη: ποιο είναι πραγματικά το ουσιώδες; Τούτο σημαίνει ότι πρέπει πάντοτε να επανερχόμαστε στο Ευαγγέλιο και στην πίστη για να εξακριβώσουμε: πρώτον, αυτό που αποτελεί μέρος αυτών, δεύτερον, αυτό που εύλογα αλλάζει στην πορεία του χρόνου, τρίτον, αυτό που δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του Ευαγγελίου και της πίστης. Το αποφασιστικό σημείο, σε τελική ανάλυση, είναι να προβαίνουμε πάντοτε σε σωστή διάκριση.
Πάπας Βενέδικτος 16ος
Από τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald τον Ιούλιο του 2010
Σελίδες 177- 187 του βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις bayard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου