Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Ειρήνη και ενότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.

Δεν υπάρχει άνθρωπος, ή Χώρα του κόσμου, που να μην θέλει την ειρηνική συμβίωση και ενότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ακόμα και οι τρομοκράτες δεν κάνουν πόλεμο για τον πόλεμο, αλλά πιστεύοντας ότι κάποιοι συνάνθρωποί τους, με τη δύναμη που διαθέτουν, επιβάλλουν ή ανέχονται άδικες καταστάσεις σε βάρος τους ή σε βάρος μέρους της κοι-νωνίας, έχουν την εσφαλμένη αντίληψη ότι νομιμοποιούνται να σκορ-πούν το θάνατο αθώων ανθρώπων, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη σωστή, κατά τη γνώμη τους, τάξη.
Όλες οι Χώρες του κόσμου, με τη διπλωματία που ασκούν, προ-σπαθούν να διατηρούν ειρηνικές σχέσεις με τις άλλες Χώρες και τους Δι-εθνείς οργανισμούς, για να απολαμβάνουν τα οφέλη που προκύπτουν από τις σχέσεις αυτές. Και είναι γνωστό ότι τα οφέλη αυτά, στην παγκοσμιο-ποιημένη σημερινή κοινωνία, αφορούν την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη, την τεχνολογία, τον πολιτισμό κ.τ.λ.. Έχουν δηλαδή σχέση με τα παντοειδή συμφέροντα κάθε Χώρας.
«Η αποστολή και η φύση της Εκκλησίας δεν συνδέονται ιδιαίτερα με καμιά μορφή πολιτισμού, με κανένα πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα, γι΄αυτό, με τον παγκόσμιο χαρακτήρα της μπορεί να αποτελέ-σει ένα στενό σύνδεσμο μεταξύ των κοινοτήτων και των εθνών, εφόσον αυτά της έχουν εμπιστοσύνη και αναγνωρίζουν την αληθινή ελευθερία της στην εκπλήρωση της αποστολής της» (Διάταξη GS, αρ. 42).
Ο στενός αυτός σύνδεσμος της Εκκλησίας μεταξύ των ανθρώπων και των εθνών εκφράζεται πριν απόλα από την ίδια τη μορφή και τη ζωή του Χριστού και τη διδασκαλία του.
Παραπέμπω στην ίδια την Καινή Διαθήκη που συνοψίζει τη διδα-σκαλία αυτή στα παρακάτω εδάφια:
«Ν΄αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ΄όλη την καρδιά σου, μ΄όλη την ψυχή σου και μ΄όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν΄αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ΄αυτές τις δυο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Μτ.22,37-41).
«Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς. Σ΄αυτό συνοψίζονται ο νόμος και οι προφήτες» (Μτ. 7,12). Η εντολή αυτή αποκαλείται «χρυσός κανόνας» του Ευαγγελικού μηνύματος.
Παραπέμπω ακόμη στους μακαρισμούς της επί του όρους ομιλίας: Μτ. 5,3-12).
Τέλος είναι αδύνατο να μην αναφερθώ στο ωραιότερο εγκώμιο που γράφτηκε ποτέ για την αγάπη. Πρόκειται για το Κεφάλαιο 13 της Ε-πιστολής του αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους (Α! Κορ. 13,1-13).
Το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να το διαβάζουμε συχνά και με προ-σοχή. Είναι το εξής:
«Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λόγοι μου ακούγο-νται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δε μ΄οφελεί.
Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη. Εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί. Εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε πε-ρηφανεύεται. Είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος. Ξε-χνάει το κακό που του έχουν κάνει. Δε χαίρεται για το στραβό που γίνε-ται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό. Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται, σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
Ποτέ η αγάπη δε θα πάψει να υπάρχει. Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δε θα υπάρχουν πια. Η γλωσσολαλία θα πάψει. Θα σταματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί και η γνώση μας και η προφητεία μας περιορίζονται μονάχα σ΄ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα’ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει.
Μικρό παιδί όταν ήμουν, σαν μικρό παιδί μιλούσα, αισθανόμουν και σκεφτόμουν. Άντρας πια όταν έγινα, κατήργησα τους τρόπους του μικρού παιδιού. Αλήθεια, τώρα βλέπουμε τα πράγματα θαμπά, σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη, τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο θα δούμε το Θεό. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω με πληρότη-τα, όπως και ο Θεός μ΄έχει γνωρίσει.
Θα μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα, κι η αγάπη, Και απ΄αυτά, το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη».

Αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ των Κρα-τών, διαπνέονταν από το πνεύμα των ιερών αυτών κειμένων, σίγουρα ο κόσμος θα ήταν πιο ανθρώπινος, πιο ειρηνικός, πιο ενωμένος.
Εξάλλου ο διάλογος που επιδιώκουν οι πάντες προκειμένου να ε-πιλύσουν τις διαφορές τους και να ζήσουν σε ειρήνη και ενότητα, μπορεί να διεξαχθεί με περισσότερο σεβασμό, κατανόηση και αποτελεσματικό-τητα όταν οι συνδιαλεγόμενοι εμφορούνται από αυτό το πνεύμα της χρι-στιανικής αγάπης.
Και στο σημείο αυτό η Εκκλησία, ανταποκρινόμενη στην εντολή του Χριστού «να αγαπάμε τους εχθρούς μας», στην Ποιμαντική Διάταξη Gaudium et Spes της Β! Συνόδου του Βατικανού, προσθέτει: «Ο σεβα-σμός και η αγάπη πρέπει να επεκταθούν και σε κείνους που σκέπτονται ή ενεργούν διαφορετικά από μας στα κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και στα θρησκευτικά ζητήματα. Άλλωστε, όσο περισσότερο διεισδύουμε, με ευ-γένεια και αγάπη, στον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι άλλοι, τόσο ευ-κολότερα μπορούμε να αρχίσουμε το διάλογο μαζί τους» (GS αρ.28).
Τελειώνοντας αυτές τις σκέψεις, θέλω να θέσω προς όλους το εξής ερώτημα: Το Ευαγγελικό αυτό μήνυμα της αγάπης, όπως διατυπώνεται στα παραπάνω ιερά κείμενα, κατόρθωσε να επικρατήσει και να υπερι-σχύσει της πιο διεφθαρμένης και πιο ισχυρής δύναμης του τότε γνωστού κόσμου: της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γιατί σήμερα, το ίδιο αυτό αξε-πέραστο μήνυμα δεν μπορεί να φωτίσει, να επηρεάσει και να κατευθύνει τους ισχυρούς του σημερινού κόσμου;
Ιδού μια άλλη προσφορά της Εκκλησίας προς την ανθρώπινη οικο-γένεια. Αρκεί να γίνει δεκτή από εμάς.

Πέτρος Ανδριώτης

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Η αντίληψη του έρωτα στους αρχαίους Έλληνες και στη Χριστιανική διδασκαλία

Για την σύντομη αναφορά μου στο θέμα αυτό, περιορίζομαι σε κάποια καίρια σημεία της Εγκυκλίου Επιστολής του Πάπα Βενέδικτου 16ου. Ο Πάπας λέει συνοπτικά τα εξής:
Για τους αρχαίους Έλληνες ο έρωτας είναι πριν απόλα μια μέθη, μια καταπίεση του ίδιου του νου από μια «θεϊκή τρέλα», που βγάζει τον άνθρωπο από τους περιορισμούς αυτής της ζωής και τον περιβάλλει με μια θεϊκή δύναμη που τον κάνει ζήσει τη μέγιστη ευτυχία. Εξού και οι διάφορες λατρείες στη γονιμότητα και η «ιερή πορνεία» που ανθούσε σε πολλούς αρχαίους ναούς. Επομένως ο «έρωτας» λατρευόταν ως θεϊκή δύναμη, ως κοινωνία με τον Θεό.
Τούτο όμως συνιστά διαστροφή της θρησκευτικότητας του ανθρώπου. Είναι παραμόρφωση του γνήσιου έρωτα, που θεοποιείται και χάνει την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του. Οι πόρνες γίνονται απλά όργανα για να προκαλέσουν την «θεϊκή τρέλα», ενώ στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι, τους οποίους καταχρώνται άλλοι άνθρωποι. Ό έρωτας αυτός δεν είναι ανάβαση, «έκσταση» προς το Θείο, αλλά κατάπτωση, υποβιβασμός του ανθρώπου. Ό έρωτας, σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη, έχει ανάγκη από πειθαρχεία και εξαγνισμό για να προσφέρει στον άνθρωπο, όχι απλά την ηδονή μιας στιγμής, αλλά κάποια πρόγευση της ευτυχίας προς την οποία όλη η ύπαρξή μας τείνει.
Γίνεται λοιπόν σαφές, συνεχίζει ο Πάπας, ότι ο έρωτας, με την έννοια της Ευαγγελικής αγάπης, έχει κάποια σχέση με το Θείο, υπόσχεται το άπειρο, την αιωνιότητα, μια πραγματικότητα δηλαδή πιο μεγάλη και εντελώς διαφορετική σε σχέση με την καθημερινότητα της ύπαρξής μας. Είναι επίσης σαφές ότι ο δρόμος για την επίτευξη αυτής της πραγματικότητας δεν είναι η εγκατάλειψή μας στη δύναμη του ενστίκτου. Απαιτείται εξαγνισμός, ωρίμανση, ακόμα και αυταπάρνηση.
Τούτο δεν σημαίνει άρνηση του έρωτα, ούτε «δηλητηρίασή του», αλλά αναγνώριση του μεγαλείου του, ενσωματώνοντάς τον στην ολότητα της ελευθερίας και στην ολοκληρωμένη οντότητα του ανθρώπου. (βλ. Εγκ. Επιστ. Βενέδικτου 16ου, Deus caritas est αρ. 3,4, και 5).
Και εδώ αναρωτιέμαι: η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ό έρωτας εξυψώνεται και ενσωματώνεται στο μεγαλείο της γνήσιας και ολοκληρωμένης ανθρώπινης οντότητας και αξίας, δεν είναι μια μεγάλη προσφορά προς τον σημερινό άνθρωπο και ιδιαίτερα πορς τη νεολαία;

Πέτρος Ανδριώτης

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Η Εκκλησία διακηρύττει και αναβαθμίζει τις αξίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου

Για τη θέση της Εκκλησίας στα ζητήματα της ελευθερίας, της αξίας, των δικαιωμάτων και εν γένει του σεβασμού του ανθρώπου, έχει σημασία να δώσουμε το λόγο στην ίδια την Εκκλησία, η οποία δια στόματος των 2500 Επισκόπων που συγκροτούσαν την Β! Σύνοδο του Βατικανού, μεταξύ πολλών άλλων, διατύπωσαν επισήμως και τα εξής:
«Τα Ευαγγέλιο αναγγέλλει και διακηρύττει την ελευθερία των παιδιών του Θεού, καταδικάζει κάθε δουλεία, που σε τελευταία ανάλυση είναι συνέπεια της αμαρτίας, τιμά ως ιερή και άγια την αξία της συνείδησης και την ελεύθερη εκλογή της, προτρέπει ακατάπαυστα τους ανθρώπους να πολλαπλασιάσουν όλα τα τάλαντά τους, βάζοντάς τα στην εξυπηρέτηση του Θεού και στην ωφέλεια των ανθρώπων, προτρέπει όλους στην αγάπη όλων. Όλα αυτά ανταποκρίνονται στον θεμελιακό νόμο της χριστιανικής οικονομίας. Γιατί, αν και ο ίδιος ο Θεός είναι Σωτήρας και Δημιουργός, Κύριος και της ιστορίας της ανθρωπότητας και της ιστορίας της σωτηρίας, όμως στην ίδια αυτή Θεϊκή τάξη όχι μόνο δεν καταργείται η σωστή αυτονομία του πλάσματος, και προπάντων του ανθρώπου, αλλά αντίθετα αποκαθίσταται και εδραιώνεται στην αξία της.
Γι΄αυτό η Εκκλησία, με τη δύναμη του Ευαγγελίου που της έχει ανατεθεί, διακηρύττει τα δικαιώματα του ανθρώπου, αναγνωρίζει και εκτιμά παρά πολύ τη δυναμικότητα με την οποία σήμερα τα δικαιώματα αυτά προάγονται παντού. Αλλά η προαγωγή αυτή πρέπει να εμποτιστεί από το πνεύμα του Ευαγγελίου και να προστατευτεί από κάθε μορφή λαθεμένης αυτονομίας. Γιατί όλοι αντιμετωπίζουμε τον πειρασμό, να νομίσουμε ότι τα προσωπικά μας δικαιώματα σώζονται μόνο όταν είμαστε απαλλαγμένοι από κάθε κανόνα του θεϊκού νόμου. Αλλά στην περίπτωση αυτή, η αξία του ανθρώπου όχι μόνο σώζεται, αλλά μάλλον χάνεται» (GS αρ. 41).
Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο στον τομέα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην εξασφάλιση της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και του σεβασμού του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, σε πολλές Χώρες του κόσμου, ακόμα και στις λεγόμενες αναπτυγμένες οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, οι παραπάνω αξίες καταπατώνται βάναυσα σε βάρος σχεδόν πάντοτε των πιο αδύναμων.
Η Εκκλησία που έχει παγκόσμιο και θρησκευτικό χαρακτήρα, όχι μόνο διακηρύττει τις αξίες αυτές, αλλά και τις αναβαθμίζει βεβαιώνοντας ότι θεμελιώνονται στο «Θεϊκό σχέδιο και στη Θεϊκή τάξη».

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Ο Φάρος για τον ασφαλή προσανατολισμό μας

Ο σημερινός άνθρωπος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και δείχνει μεγάλη ευαισθησία για τα θεμελιώδη δικαιώματά του.
Βασική αποστολή της Εκκλησίας είναι να φανερώσει το Μυστήριο του Θεού, που είναι ο τελικός προσωπικός σκοπός του ανθρώπου. Και κάνοντας τούτο, η Εκκλησία αποκαλύπτει στον άνθρωπο το νόημα της ύπαρξής του, δηλαδή τη βαθύτερη αλήθεια για την ανθρώπινη οντότητά του (GS αρ. 41).
‘Όλοι γνωρίζουμε, εκ πείρας, ότι τα επίγεια αγαθά δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ολότελα τις βαθύτερες επιθυμίες της ανθρώπινης καρδιάς. Αυτός που μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως σ΄αυτές, είναι μόνο ο Θεός. Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας και των γνήσιων οπαδών του Χριστού.
Μέσα στο σημερινό χάος, μέσα σε ένα κόσμο που κυριολεκτικά κατακλύζεται από κάθε λογής μηνύματα, από αντιμαχόμενες και αβέβαιες γνώμες και θεωρίες, από επιπόλαιες τοποθετήσεις και διαστρεβλώσεις, από γενικεύσεις και γενικά από επιφανειακότητα και αδιαφορία γύρω από πολύ σημαντικά για τη ζωή του ανθρώπου ζητήματα, ο Χριστός και το Ευαγγέλιό του συνιστά τον σταθερό Φάρο που μπορεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να προσφέρει στον άνθρωπο τον σωστό και ασφαλή προσανατολισμό.
«Κανένας ανθρώπινος νόμος δεν μπορεί να εξασφαλίσει την προσωπική αξία και την ελευθερία του ανθρώπου καλύτερα από το Ευαγγέλιο που εμπιστεύτηκε ο Χριστός στην Εκκλησία» (GS αρ.41).
Μπορούμε λοιπόν συμπερασματικά να πούμε πως η Εκκλησία προσφέρει στον σημερινό άνθρωπο τον Ιησού Χριστό και το Ευαγγέλιό του, που είναι οι πυλώνες πάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομήσει με ασφάλεια την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, και να διαφυλάξει τα δικαιώματά του, την αξία του και την ελευθερία του. Αλλά γι΄αυτά θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε μια επόμενη συνέχεια.

Η πυξίδα στη ζωή μας

Πολλοί άνθρωποι σήμερα, ακόμα και μεταξύ των χριστιανών, θέτουν το ερώτημα: Τι προσφέρει στον άνθρωπο η Εκκλησία; Ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξής της;
Ο Μαρξ την είχε αποκαλέσει «όποιον του λαού», ότι δηλαδή όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτε στον άνθρωπο, αλλά τον αποκοιμίζει και τον κάνει να αδιαφορεί μπροστά στις απαράδεκτες καταστάσεις που υφίστανται οι πιο αδύναμοι και οι πιο φτωχοί.
Ποια είναι η αλήθεια; Ποια η προσφορά της Εκκλησίας στον σημερινό ιδιαίτερα άνθρωπο; Ποιος ο ρόλος της;
Αν κάποιος θέλει στα σοβαρά να εμβαθύνει στο πνεύμα και στις αρχές της Εκκλησίας, που εκφράζουν το Πνεύμα του Χριστού, τον προτρέπω καταρχάς να διαβάζει , σε καθημερινή βάση, τουλάχιστο την Καινή Διαθήκη και στη συνέχεια τα βαθυστόχαστα κείμενα της Β! Συνόδου του Βατικανού του 1965.
Αν τώρα θέλει να μάθει τι από όλα αυτά εφαρμόζει στην πράξη σήμερα η Εκκλησία, θα πρέπει να το ψάξει. Αυτό βέβαια δεν είναι τόσο εύκολο, αφού η δράση της Εκκλησίας επεκτείνεται σχεδόν σε κάθε Χώρα του κόσμου (Προσπάθεια διάδοσης και τήρησης των Ευαγγελικών αρχών από μικρούς και μεγάλους. Ώθηση όλων στην προσωπική και συλλογική ένωση (λατρεία) με τον Θεό. Παροχή βοήθειας, ειδικά στους πιο φτωχούς, μέσω Έργων φιλανθρωπίας, Σχολείων, Νοσοκομείων κ.τ.λ.). Κάποια ενημέρωση για όλα αυτά ίσως μπορεί να γίνει μέσω του Διαδικτύου.
Εγώ θα περιοριστώ στο πρώτο σκέλος της απάντησης επισημαίνοντας ορισμένες αλήθειες που αφορούν στην Εκκλησία και συχνά ξεχνιούνται ακόμα και από πιστούς χριστιανούς. Δεν θα κάνω μια έκθεση συστηματική και διεξοδική των αληθειών αυτών. Ούτε θα εξαντλήσω το θέμα με ένα μακροσκελές και ίσως βαρετό σύγγραμμα. Θα προσεγγίζω κάποια όψη του με όσο γίνεται λιγότερα λόγια, θα το αναρτώ στο Blog και θα συνεχίζω το ίδιο θέμα σε μια επόμενη ανάρτηση. Με τον τρόπο αυτό πιστεύω ότι θα διευκολυνθεί η ανάγνωση των κειμένων μου.
Ποιος ο λόγος ύπαρξης της Εκκλησίας; Τι προσφέρει στον κόσμο; Και ιδιαίτερα τι προσφέρει στον σημερινό κόσμο και στη σημερινή νεολαία;
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου είναι η εξής: Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι, εμφανίζονται βαθιά αδιάφοροι και συχνά επικριτικοί απέναντι στην Εκκλησία. Και όταν πρόκειται για τους εκπροσώπους της, η αδιαφορία και η κριτική τους συχνά μεταβάλλεται σε απαξίωση και σχεδόν ειρωνεία.
Και όμως ο άνθρωπος δεν μένει ποτέ εντελώς αδιάφορος μπροστά στο θρησκευτικό πρόβλημα. Τούτο αποδεικνύεται όχι μόνο από την εμπειρία των περασμένων αιώνων, αλλά και από τις πολυάριθμες μαρτυρίες της εποχής μας. Ο άνθρωπος θα επιθυμεί πάντα να μάθει, ποιο νόημα έχει η ζωή του, η εργασία του και ο θάνατός του.
Έρχεται λοιπόν η Εκκλησία, με την ιερή αποστολή που έχει από τον ίδιο τον Θεό, να επαναφέρει στη σκέψη τα προβλήματα αυτά. Και τη σωστή απάντηση, μέσω της Εκκλησίας, (Αγία Γραφή, Παράδοση, Διδακτικό Σώμα κ.τ.λ.) θα διαπιστώσουμε πως τη δίνει ο ίδιος ο Θεός, που μπήκε στην ιστορία μας, έγινε άνθρωπος όπως εμάς, ακριβώς για να προσφέρει στον άνθρωπο μια πυξίδα στη ζωή του. Και την πυξίδα αυτή την έχει ανάγκη ιδιαίτερα ο σημερινός άνθρωπος και ειδικότερα ο νέος μέσα στη χαώδη και αγχωτική ζωή που τον καταπιέζει και τον αλλοτριώνει όσο ποτέ άλλοτε.
Πέτρος Ανδριώτης