Δεν υπάρχει άνθρωπος, ή Χώρα του κόσμου, που να μην θέλει την ειρηνική συμβίωση και ενότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ακόμα και οι τρομοκράτες δεν κάνουν πόλεμο για τον πόλεμο, αλλά πιστεύοντας ότι κάποιοι συνάνθρωποί τους, με τη δύναμη που διαθέτουν, επιβάλλουν ή ανέχονται άδικες καταστάσεις σε βάρος τους ή σε βάρος μέρους της κοι-νωνίας, έχουν την εσφαλμένη αντίληψη ότι νομιμοποιούνται να σκορ-πούν το θάνατο αθώων ανθρώπων, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη σωστή, κατά τη γνώμη τους, τάξη.
Όλες οι Χώρες του κόσμου, με τη διπλωματία που ασκούν, προ-σπαθούν να διατηρούν ειρηνικές σχέσεις με τις άλλες Χώρες και τους Δι-εθνείς οργανισμούς, για να απολαμβάνουν τα οφέλη που προκύπτουν από τις σχέσεις αυτές. Και είναι γνωστό ότι τα οφέλη αυτά, στην παγκοσμιο-ποιημένη σημερινή κοινωνία, αφορούν την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη, την τεχνολογία, τον πολιτισμό κ.τ.λ.. Έχουν δηλαδή σχέση με τα παντοειδή συμφέροντα κάθε Χώρας.
«Η αποστολή και η φύση της Εκκλησίας δεν συνδέονται ιδιαίτερα με καμιά μορφή πολιτισμού, με κανένα πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα, γι΄αυτό, με τον παγκόσμιο χαρακτήρα της μπορεί να αποτελέ-σει ένα στενό σύνδεσμο μεταξύ των κοινοτήτων και των εθνών, εφόσον αυτά της έχουν εμπιστοσύνη και αναγνωρίζουν την αληθινή ελευθερία της στην εκπλήρωση της αποστολής της» (Διάταξη GS, αρ. 42).
Ο στενός αυτός σύνδεσμος της Εκκλησίας μεταξύ των ανθρώπων και των εθνών εκφράζεται πριν απόλα από την ίδια τη μορφή και τη ζωή του Χριστού και τη διδασκαλία του.
Παραπέμπω στην ίδια την Καινή Διαθήκη που συνοψίζει τη διδα-σκαλία αυτή στα παρακάτω εδάφια:
«Ν΄αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ΄όλη την καρδιά σου, μ΄όλη την ψυχή σου και μ΄όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν΄αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ΄αυτές τις δυο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Μτ.22,37-41).
«Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς. Σ΄αυτό συνοψίζονται ο νόμος και οι προφήτες» (Μτ. 7,12). Η εντολή αυτή αποκαλείται «χρυσός κανόνας» του Ευαγγελικού μηνύματος.
Παραπέμπω ακόμη στους μακαρισμούς της επί του όρους ομιλίας: Μτ. 5,3-12).
Τέλος είναι αδύνατο να μην αναφερθώ στο ωραιότερο εγκώμιο που γράφτηκε ποτέ για την αγάπη. Πρόκειται για το Κεφάλαιο 13 της Ε-πιστολής του αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους (Α! Κορ. 13,1-13).
Το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να το διαβάζουμε συχνά και με προ-σοχή. Είναι το εξής:
«Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λόγοι μου ακούγο-νται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δε μ΄οφελεί.
Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη. Εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί. Εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε πε-ρηφανεύεται. Είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος. Ξε-χνάει το κακό που του έχουν κάνει. Δε χαίρεται για το στραβό που γίνε-ται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό. Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται, σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
Ποτέ η αγάπη δε θα πάψει να υπάρχει. Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δε θα υπάρχουν πια. Η γλωσσολαλία θα πάψει. Θα σταματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί και η γνώση μας και η προφητεία μας περιορίζονται μονάχα σ΄ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα’ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει.
Μικρό παιδί όταν ήμουν, σαν μικρό παιδί μιλούσα, αισθανόμουν και σκεφτόμουν. Άντρας πια όταν έγινα, κατήργησα τους τρόπους του μικρού παιδιού. Αλήθεια, τώρα βλέπουμε τα πράγματα θαμπά, σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη, τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο θα δούμε το Θεό. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω με πληρότη-τα, όπως και ο Θεός μ΄έχει γνωρίσει.
Θα μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα, κι η αγάπη, Και απ΄αυτά, το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη».
Αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ των Κρα-τών, διαπνέονταν από το πνεύμα των ιερών αυτών κειμένων, σίγουρα ο κόσμος θα ήταν πιο ανθρώπινος, πιο ειρηνικός, πιο ενωμένος.
Εξάλλου ο διάλογος που επιδιώκουν οι πάντες προκειμένου να ε-πιλύσουν τις διαφορές τους και να ζήσουν σε ειρήνη και ενότητα, μπορεί να διεξαχθεί με περισσότερο σεβασμό, κατανόηση και αποτελεσματικό-τητα όταν οι συνδιαλεγόμενοι εμφορούνται από αυτό το πνεύμα της χρι-στιανικής αγάπης.
Και στο σημείο αυτό η Εκκλησία, ανταποκρινόμενη στην εντολή του Χριστού «να αγαπάμε τους εχθρούς μας», στην Ποιμαντική Διάταξη Gaudium et Spes της Β! Συνόδου του Βατικανού, προσθέτει: «Ο σεβα-σμός και η αγάπη πρέπει να επεκταθούν και σε κείνους που σκέπτονται ή ενεργούν διαφορετικά από μας στα κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και στα θρησκευτικά ζητήματα. Άλλωστε, όσο περισσότερο διεισδύουμε, με ευ-γένεια και αγάπη, στον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι άλλοι, τόσο ευ-κολότερα μπορούμε να αρχίσουμε το διάλογο μαζί τους» (GS αρ.28).
Τελειώνοντας αυτές τις σκέψεις, θέλω να θέσω προς όλους το εξής ερώτημα: Το Ευαγγελικό αυτό μήνυμα της αγάπης, όπως διατυπώνεται στα παραπάνω ιερά κείμενα, κατόρθωσε να επικρατήσει και να υπερι-σχύσει της πιο διεφθαρμένης και πιο ισχυρής δύναμης του τότε γνωστού κόσμου: της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γιατί σήμερα, το ίδιο αυτό αξε-πέραστο μήνυμα δεν μπορεί να φωτίσει, να επηρεάσει και να κατευθύνει τους ισχυρούς του σημερινού κόσμου;
Ιδού μια άλλη προσφορά της Εκκλησίας προς την ανθρώπινη οικο-γένεια. Αρκεί να γίνει δεκτή από εμάς.
Πέτρος Ανδριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου